Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 12 τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth
Μια από τις πιο παράξενες γωνιές του κόσμου του παράξενου, αφορά τις λεγόμενες «χρονομεταθέσεις» κατά τη διάρκεια των οποίων, ανυποψίαστοι άνθρωποι, για λόγους που προς το παρόν μας είναι εντελώς αδύνατον να κατανοήσουμε, υπερπηδούν τα όρια του χρόνου και βρίσκονται για λίγο σε μια άλλη εποχή. Οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες είναι πολύ αληθοφανείς για αυτούς που τις βιώνουν καθώς περιλαμβάνουν τοπία, ρούχα, συμπεριφορές και τρόπους ομιλίας που τις περισσότερες φορές ταιριάζουν απόλυτα με περασμένες ιστορικές περιόδους.
Πιο εντυπωσιακό είναι ωστόσο το γεγονός πως εμπειρίες αυτού του είδους ενδέχεται να είναι πολύ πιο συχνές από ότι νομίζουμε, απλά δεν γίνονται αντιληπτές ως τέτοιες. Για παράδειγμα, πόσες φορές δεν έχετε περάσει μπροστά από κάποιο κτίριο που ήσαστε σίγουρος ότι έχει κατεδαφιστεί και πόσες φορές δεν έχετε προσέξει κάποιον περαστικό που είναι ντυμένος παλιομοδίτικα ή που μοιάζει να μην ανήκει απόλυτα στο δικό μας κόσμο;Ορισμένες ωστόσο από αυτές τις ιστορίες ξεχωρίζουν, κυρίως γιατί περιλαμβάνουν παραπάνω από έναν μάρτυρα, κάτι που τις κάνει πολύ πιο αξιόπιστες.
Τον Οκτώβριο λοιπόν του 1979, δυο ζευγάρια, ο Len και η Cynthia Gisby και ο Geoff και η Pauline Simpson αποφάσισαν να κάνουν ένα μικρό ταξιδάκι. Ξεκίνησαν από το Dover της Αγγλίας και επιβιβάστηκαν σε ένα φέρυ-μποτ που πήγαινε στη Γαλλία με σκοπό να περάσουν δυο βδομάδες οδηγώντας στην όμορφη Γαλλική εξοχή και ίσως και στη Βόρεια Ισπανία. Στόχος τους ήταν να διανυκτερεύουν σε επαρχιακά ξενοδοχεία και πανσιόν, ν’ απολαύσουν τις ομορφιές της υπαίθρου και να ξεφύγουν για λίγο από τις πιέσεις της καθημερινότητάς τους. Ούτε καν φαντάζονταν ότι θα κατάληγαν να ταξιδέψουν όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο.
Ύστερα από την πρώτη μέρα του ταξιδιού τους στη Γαλλική εξοχή, ανακάλυψαν ένα όμορφο μοτέλ στην περιοχή Μontelimar, όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν καθώς φαινόταν πολύ κομψό και πολυτελές. Στην ρεσεψιόν τους υποδέχτηκε ένας υπάλληλος που φορούσε μια ασυνήθιστη στολή η οποία είχε το χρώμα του δαμάσκηνου, όπως ισχυρίστηκαν αργότερα, ο οποίος τους πληροφόρησε ότι το ξενοδοχείο δεν είχε διαθέσιμα δωμάτια. Βλέποντας την απογοήτευση που χαράχτηκε στα πρόσωπά τους, πρόσθεσε ότι ήξερε ένα μικρότερο ξενοδοχείο εκεί κοντά που θα μπορούσε να τους φιλοξενήσει για τη νύχτα. Εκείνοι τον ευχαρίστησαν, βρήκαν εύκολα το δρόμο που τους είχε υποδείξει αλλά πολύ γρήγορα πρόσεξαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά: Ο συγκεκριμένος δρόμος ήταν ασυνήθιστα στενός, λιθόστρωτος και ανώμαλος. Προσπέρασαν κάποια σπίτια με παλαιική και εγκαταλειμμένη εμφάνιση και κάποιους αφισοπίνακες που έμοιαζαν να διαφημίζουν ένα περιπλανώμενο τσίρκο το οποίο φαινόταν πολύ παλιομοδίτικο. Ο ίδιος ο δρόμος ήταν ασυνήθιστα ερημικός. Εντούτοις, τα δυο ζευγάρια συνέχισαν απτόητα το ταξίδι τους απολαμβάνοντας την αναπάντεχη εκείνη περιπέτεια.
Κάποια στιγμή έφτασαν μπροστά σε δυο αρχαϊκά κτίρια εκ των οποίων το πρώτο έμοιαζε με αστυνομικό σταθμό και το δεύτερο με το ξενοδοχείο που τους είχε συστήσει ο ρεσεψιονίστ με την ασυνήθιστη στολή. Πάρκαραν το αυτοκίνητο τους μπροστά του και πρόσεξαν πως το διώροφο εκείνο κτίριο είχε μια παλιομοδίτικη αρχιτεκτονική. Όταν μπήκαν στο εσωτερικό του ένιωσαν σαν να ταξίδευαν πίσω στο χρόνο. Η ρεσεψιόν του ήταν φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από βαρύ ξύλο και δεν υπήρχαν ούτε ανελκυστήρες, ούτε τηλέφωνα. Ο υπάλληλος που τους υποδέχτηκε φορούσε μια στολή που ταίριαζε περισσότερο στις αρχές του εικοστού αιώνα. Επίσης δεν μιλούσε αγγλικά και επειδή και εκείνοι δεν ήξεραν καθόλου γαλλικά, κατέφυγαν στη γλώσσα των νοημάτων για να του δώσουν να καταλάβει τι ακριβώς χρειάζονταν.
Το δωμάτιο που κατάφεραν να κλείσουν τελικά έμοιαζε το ίδιο παρωχημένο και εκτός χρόνου, όπως και κάθε τι άλλο στο παράξενο εκείνο ξενοδοχείο: Τα παράθυρα δεν είχαν ούτε τζάμια ούτε κουρτίνες και έκλειναν απλά και μόνο με ξύλινα πατζούρια. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα στα κομοδίνα, τα κρεβάτια είχαν σεντόνια και κουβέρτες που ήταν ασυνήθιστα βαριά, είχαν πελώριες μαξιλάρες αντί για τα μαξιλάρια που θα περίμενε κανείς ενώ οι πόρτες δεν είχαν κλειδαριές αλλά μάνταλα από ξύλο. Τα υπόλοιπα έπιπλα ήταν εξίσου αναχρονιστικά. Έμοιαζαν περισσότερο με καλοδιατηρημένες αντίκες παρά με αντίγραφα παλιών επίπλων. Τα υδραυλικά του μπάνιου ήταν πολύ απλά και ξεπερασμένα. Εκείνοι πίστευαν ότι το ξενοδοχείο ήταν επίτηδες φτιαγμένο για να προσομοιάζει τους ξενώνες των αρχών του 20ου αιώνα, πράγμα που τους φάνηκε αρκετά γοητευτικό, οπότε αποφάσισαν να απολαύσουν και αυτή την ασυνήθιστη εμπειρία και να κατέβουν στο εστιατόριο του όπου απόλαυσαν ένα δείπνο από αυγά, μπριζόλες και πατάτες, προτού επιστρέψουν στο δωμάτιο που είχαν κλείσει για τη νύχτα.
Το επόμενο πρωινό ξανακατέβηκαν στο εστιατόριο για να πάρουν το πρωινό τους και εκεί πρόσεξαν πως οι υπόλοιποι ένοικοι του ξενοδοχείου φορούσαν τα ρούχα μιας άλλης εποχής. Για παράδειγμα, μια γυναίκα φορούσε μια φαρδιά τουαλέτα από μετάξι και κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό σκυλάκι. Η Pauline είπε αργότερα ότι η εμφάνισή της, της είχε φανεί πολύ ασυνήθιστη: Έμοιαζε σαν να είχε μόλις έρθει από κάποια δεξίωση ενώ η ώρα ήταν επτά το πρωί. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκαν δυο άνδρες οι οποίοι φορούσαν μπλε στολές με κάπες και φαρδιά μυτερά καπέλα. Έμοιαζαν με αστυνομικούς αλλά τα ρούχα τους δεν θύμιζαν σε τίποτα τις σύγχρονες στολές των γάλλων αστυνομικών. Τα δυο ζευγάρια των ταξιδιωτών με δυσκολία μπόρεσαν να συγκεντρωθούν στο φαγητό τους καθώς κοίταζαν καταγοητευμένα τους ασυνήθιστους εκείνους ανθρώπους.
Αφού ολοκλήρωσαν το πρωινό τους γεύμα, φωτογράφισαν ο ένας τον άλλο μπροστά από τα ασυνήθιστα πατζούρια του δωματίου τους και κατέβηκαν για μια ακόμα φορά στο ισόγειο του ξενοδοχείου για να εξοφλήσουν τον λογαριασμό τους ο οποίος ήταν 19 φράγκα συνολικά ή τρία δολάρια. Νομίζοντας πως είχε γίνει κάποιο λάθος, έκαναν ότι μπορούσαν με νοήματα για να εξηγήσουν στον υπάλληλο του ξενοδοχείου ότι η τιμή ήταν τρομερά χαμηλή, εκείνος ωστόσο τους διαβεβαίωσε ότι η τιμή που τους χρέωνε ήταν φυσιολογικότατη. Τελικά τον πλήρωσαν με μετρητά και βγήκαν από το ξενοδοχείο όπου ρώτησαν τους παράξενους αστυνομικούς ποιος ήταν ο καλύτερος δρόμος για να βγουν στον αυτοκινητόδρομο που έφτανε μέχρι την Avignon και τα Ισπανικά σύνορα. Εκείνοι δεν φάνηκαν να κατανοούν την έννοια της λέξης «αυτοκινητόδρομος.» Τελικά, με τα πολλά, κατάφεραν να βγάλουν κάποια άκρη και ακολουθώντας τον λιθόστρωτο δρόμο με τον οποίο είχαν φτάσει το προηγούμενο βράδυ στο ξενοδοχείο, βρήκαν τον αυτοκινητόδρομο που έψαχναν και πέρασαν την υπόλοιπη μέρα συζητώντας για την παράξενη νύχτα που είχαν περάσει.
Οι υπόλοιπες δυο βδομάδες των διακοπών τους κύλησαν δίχως περαιτέρω περιπέτειες και κατά την επιστροφή τους αποφάσισαν να περάσουν ξανά και να διανυκτερεύσουν στο παράξενο κτίριο. Ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο που είχαν πάρει και πριν, προσπέρασαν το μεγάλο ξενοδοχείο στο οποίο δεν είχαν καταφέρει να βρουν δωμάτιο, εντόπισαν τον στενό λιθόστρωτο δρόμο, αντίκρισαν και πάλι τα εγκαταλειμμένα σπίτια και τις διαφημιστικές αφίσες του τσίρκου αλλά όταν έφτασαν στο μέρος όπου υποτίθεται ότι θα έπρεπε να βρίσκεται ο αστυνομικός σταθμός και το ξενοδοχείο τους, δεν βρήκαν τίποτα. Όταν επέστρεψαν απογοητευμένοι στο πρώτο ξενοδοχείο, ο ρεσεψιονίστ που τους υποδέχτηκε δεν έμοιαζε σε τίποτα, ούτε στην όψη ούτε στα ρούχα, με αυτόν που τους είχε κατευθύνει στο μυστηριακό κτίριο και μάλιστα τους είπε ότι ποτέ δεν είχε δουλέψει κάποιος με αυτή την εμφάνιση εκεί. Ακόμα πιο παράξενο ήταν το γεγονός πως όταν επέστρεψαν στην Αγγλία και εμφάνισαν τις φωτογραφίες που είχαν τραβήξει, εκείνες που είχαν τραβήξει στο εσωτερικό του δωματίου τους είχαν εξαφανιστεί, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.
Ύστερα από όλα αυτά, αποφάσισαν αρχικά να μην μιλήσουν με κανέναν για όλα αυτά τα παράξενα που τους είχαν συμβεί. Ανακάλυψαν ωστόσο ότι οι στολές που φορούσαν οι περίεργοι αστυνομικοί ανήκαν σε μια ιστορική περίοδο από το 1900 έως το 1905. Κάποια στιγμή, όταν έκαναν το λάθος να μιλήσουν σε κάποιους φίλους για την αλλόκοτη εκείνη εμπειρία, η ιστορία τους διέρρευσε στον τύπο με αποτέλεσμα να μεταμορφωθούν, προς μεγάλη τους δυσαρέσκεια, σε πρόσκαιρες διασημότητες.
Φυσικά υπήρξαν και αυτοί οι οποίοι άκουσαν την όλη ιστορία με ένα εύλογο σκεπτικισμό. Για παράδειγμά, η διακεκριμένη ερευνήτρια παραφυσικών φαινομένων Jenny Randles που ασχολήθηκε με την παράξενη αυτή υπόθεση, εντόπισε ορισμένα σημεία που την έκαναν φιλύποπτη, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο υπάλληλος του ξενοδοχείου και οι υπόλοιποι πελάτες του δεν φάνηκαν να εκπλήσσονται από τα ασυνήθιστα, για τα μάτια τους, ρούχα που φορούσαν ή με το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσαν τα δυο ζευγάρια. Επίσης, τα χρήματα που είχαν δώσει στον υπάλληλο του ξενοδοχείου είχαν γίνει δεκτά, παρά το γεγονός ότι προέρχονταν από το έτος 1979 και επομένως ήταν εντελώς διαφορετικά σε εμφάνιση από τα χρήματα παλαιότερων εποχών.
Οι τέσσερεις ταξιδιώτες από την άλλη, εξακολούθησαν να ισχυρίζονται ότι η περιπέτεια που είχαν ζήσει ήταν πέρα για πέρα πραγματική αλλά από τη στιγμή που δεν ήταν σε θέση να προσκομίσουν χειροπιαστές αποδείξεις που να στηρίζουν τα λεγόμενά τους, τελικά ο μόνος τρόπος που μπορεί να δει κανείς την όλη περίπτωση, είναι σαν μια συναρπαστική αφήγηση την αληθοφάνεια της οποίας κανείς δεν μπορεί να αποδείξει. Επομένως δεν θα μάθουμε ποτέ τι συνέβη πραγματικά σε αυτούς τους τέσσερεις ταξιδιώτες στη γαλλική εξοχή. Ταξίδεψαν πραγματικά πίσω στο χρόνο ή επινόησαν το όλο περιστατικό προκειμένου να απολαύσουν, για λίγο έστω, τα φώτα της δημοσιότητας; Εσείς το νομίζετε;