Ενώ ήταν αναίσθητος έβλεπε το πτώμα του - Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 13/3/1953

Έχομε ακούσει πολλές φορές για ανθρώπους που «βλέπουν» σε τεράστιες αποστάσεις ενώ είναι βυθισμένοι σε φυσικό ή τεχνητό ύπνο, έχουμε ακούσει επίσης ή συνέπεσε να μας συμβεί να δούμε τηλεπαθητικά ή απλώς να διαισθανθούμε γεγονότα που συμβαίνουν σε προσφιλή μας πρόσωπα που βρίσκονται πολύ μακριά από μας, πολύ σπάνια όμως ακούσαμε ανθρώπους που βρέθηκαν σε θανάσιμη αναισθησία να ας διηγούνται ότι έβλεπαν ή άκουγαν όλα όσα γίνονταν γύρω από αυτούς.

Ο κ. Κώστας Γιαννόπουλος, πρώην δικηγόρος και διευθυντής του υπουργείου Γεωργίας, στις 6 Μαΐου 1943, έφυγε από το γραφείο του γύρω στις 8. Κατέβαινε από το αριστερό πεζοδρόμιο της οδού Φιλελλήνων προς την πλατεία Συντάγματος για να επιστρέψει στο σπίτι του. Εκεί που περνούσε μπροστά από το φαρμακείο Μαρινοπούλου, είδε ένα ψηλό και σωματώδη Γερμανό στρατιώτη που βάδιζε στην μέση του δρόμου σφυρίζοντας μαζί με έναν συνάδερφό του. Κάποια στιγμή ο Γερμανός κάνοντας γρήγορα πλάγια βήματα προς το πεζοδρόμιο, στάθηκε μπροστά του και του έφραξε το δρόμο. Ο κ. Γιαννόπουλος τον κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να μαντέψει τι ζητούσε από αυτόν. Πριν προφτάσει όμως να δει την φυσιογνωμία του ο Γερμανός στρατιώτης του έριξε μια δυνατή γροθιά στο αδειανό στομάχι, σαν μαχαιριά. Όπως αργότερα πληροφορήθηκε, υπέστη πλήρη αιμάτωση του στομάχου και συγχρόνως θλάση του ενός πλευρού. Ένοιωσε την αναπνοή του να σταματάει και σωριάστηκε στο έδαφος. Από εκείνη την στιγμή σαν η ψυχή του να βρίσκετε έξω από το σώμα, άρχισε να παρακολουθεί από πολύ κοντά το πτώμα του. Το έβλεπε με κλειστά μάτια και κατάχλομο πρόσωπο και με το κεφάλι γερμένο στο στήθος, ξαπλωμένο ανάσκελα κοντά στο τοίχο του πεζοδρομίου, κάτω από το τζαμένιο παράθυρο του φαρμακείου. Έβλεπε επίσης τον Γερμανό στρατιώτη που τον είχε χτυπήσει να φεύγει με γρήγορα βήματα μαζί με το συνάδερφο του σφυρίζοντας θριαμβευτικά για το μεγάλο τους κατόρθωμα. Με την εξωτερικευμένη αυτή αισθητικότητα του αντελήφθη επίσης έναν Ιταλό στρατιώτη, ο οποίος πρώτος πέρασε από εκεί και στάθηκε βγάζοντας το ρολόι του για να διαπιστώσει τον θάνατο του. Σε λίγο πέρασε από εκεί ένα ζευγάρι. Ο άντρας διαπιστώνοντας το κρίσιμο της καταστάσεως του, έτρεξε προς το Σύνταγμα να τηλεφωνήσει στις Πρώτες Βοήθειες, οι οποίες σε λίγο κατέφθασαν. Όλα αυτά ο κ. Γιαννόπουλος τα έβλεπε ολοκάθαρα, ενώ ήταν μισοπεθαμένος πάνω στο πεζοδρόμιο. Είδε ότι τον έβαλαν επάνω στο φορείο και τον μετέφεραν με το αυτοκίνητο στις Πρώτες Βοήθειες. Εκεί τον ξάπλωσαν ανάσκελα σε ένα κρεβάτι που βρισκόταν στην μέση του δωματίου. Σε λίγο δύο γιατροί του γύμνωσαν το σώμα και τον κοίταξαν προσεκτικά στο στομάχι. Ό ένας γιατρός του έκανε ένεση στο στήθος και ο άλλος στο πόδι. Βλέποντας το πεθαμένο σώμα του και ακούγοντας τις απελπιστικές συζητήσεις των γιατρών, ο «εξωτερικευμένος» κ. Γιαννόπουλος ένοιωθε αγωνία και κατάθλιψη χωρίς να ξέρει γιατί. Συγχρόνως σκεφτόταν: «Δεν είναι κρίμα να μην ξαναδώ τα δύο μου κοριτσάκια, τη γυναίκα μου, που ήταν ετοιμόγεννη και τη μητέρα μου, να τους χάσω και να με χάσουν για πάντα;». Πέρασαν έτσι τρείς ώρες. Ξαφνικά ένοιωσε μια δυνατή ελκτική δύναμη να τον τραβάει προ το αναίσθητο σώμα και ύστερα κατάλαβε ότι αυτός ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος στο χειρουργικό κρεβάτι. Επανάκτησε τις αισθήσεις του, αναζήτησε τους δικούς του και παρακάλεσε να τον μεταφέρουν στο σπίτι του.