Ανασκελάδες

Το όνομα των Ανασκελάδων είναι, κατά πάσα πιθανότητα, παραφθορά του αρχαίου «ονοσκελίς» (αυτός που έχει πόδια γαιδάρου), επιθέτου που χαρακτηρίζει την Έμπουσα. Η Έμπουσα ήταν ένας δαίμονας που ανήκε στη λατρεία της θεάς Εκάτης και περιγράφεται από τον Αριστοφάνη ως μεγάλο και φοβερό θηρίο με μεγάλη ικανότητα μεταμόρφωσης. Εμφανίζονται άλλοτε σαν βόδι ή σαν γάιδαρος και άλλοτε σαν όμορφη γυναίκα ή σαν σκύλος. Το ένα της πόδι ήταν χάλκινο και το άλλο γαιδάρου (όνου), γι΄αυτό και ονομαζόταν ονοσκελίς. Οι Ανασκελάδες έχουν κληρονομήσει όλα τα χαρακτηριστικά της Έμπουσας.

Εμφανίζονται τη νύχτα σε πηγές, πηγάδια και σταυροδρόμια των ορεινών περιοχών κυρίως της Κρήτης. Χαρακτηριστικό τους είναι η ικανότητα τους να ψηλώνουν όταν τους καβαλικεύουν οι περαστικοί. Όταν όμως αυτοί ξορκίσουν το κακό (κάνοντας το σταυρό τους, λέγοντας το «Πάτερ ημών», χαράζοντας την πεντάλφα στο μέτωπο του δαιμονίου ή καρφώνοντας το με μαυρομάνικο μαχαίρι), ο Ανασκελάς ξαναπαίρνει το κανονικό του μέγεθος και φεύγει μακριά με πηδήματα, αφήνοντας πίσω του σπινθήρες.

Χαρακτηριστική είναι η παράδοση 647 του Νικόλαου Πολίτη που διαδραματίζετε στο νησί της Κύθνου: Ένας παπάς πήγαινε την νύχτα σ’ ένα ερημοκλήσι για να λειτουργήσει. Στο δρόμο συνάντησε ένα γάιδαρο. «Ας τον καβαλικέψω, να πάω με την άνεση μου» σκέφτηκε. Μόλις όμως τον καβαλίκεψε, άρχισε να ψηλώνει ο γάιδαρος, «κόντεψε να φτάσει στα ουράνια». Από το φόβο του ο παπάς άρχισε να λέει όλα του τα πατερημά και όλες του τις ευχές. Άμα είπε το Πιστεύω, ο γάιδαρος χαμήλωσε, έφτασε το φυσικό του ανάστημα, και τον πήγε ήσυχα ως την πόρτα της εκκλησίας. «Και εκεί ξεκαβαλλίκεψε  ο παπάς και ο ανασκελάς εχάθη από μπρος του, και τα πέταλα του έβγαναν σπίθαις».