Μυστηριώδη κτυπήματα σ' ένα σπίτι των Αθηνών - Βραδυνή 19/1/1950

Εφημερίδα «Βραδυνή», 19 Ιανουαρίου 1950: (Ακολουθούν αυτολεξεί αποσπάσματα από το άρθρο της εφημερίδας).

Σε μια οικία επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα, ο οδοντίατρος κ. Β. Αυγουστίνος, ο αδερφός του, και η υπηρέτρια τους Σοφία Βλασαρού, απευθύνθηκαν έντρομοι στον πρόεδρο της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών κ. Τανάγρα. Αιτία, αόρατες δυνάμεις που χτυπούσαν τις πόρτες της οικίας κατά την διάρκεια της ημέρας αλλά και της νύχτας, ενώ γίνονταν ισχυρότεροι όταν η υπηρέτρια σηκωνόταν από το κρεβάτι ή όταν έβηχε. Όπως αφηγείται ο κ. Αυγουστίνος «άυλοι και αόρατοι δυνάμεις βροντούν τις δύο πόρτες του σπιτιού μας στην εσωτερικήν είσοδο και στην εσωτερικήν αυλήν. Στην αρχήν εσχηματίσαμεν την εντύπωσιν ότι κάποιος κακοποιός ζητούσε να κατατοπιστή δια να δράση ή ότι κάποιος ζητούσε πληροφορίες. Ανοίξαμε μία, δύο, τρείς φορές. Σιωπή και σκοτάδι. Κανείς δεν περίμενε στην πόρτα. Έγινε κάποια διακοπή και ύστερα οι κτύποι στην πρώτη πόρτα στο κεφαλόσκαλο, επανελήφθησαν εντονώτεροι, νευρικοί, και άρρυθμοι. Ζητήσαμε φυσικά την επέμβασι της αστυνομίας και οι περίοικοι έγιναν άνω κάτω χωρίς αποτέλεσμα. Όταν γινόταν ησυχία οι κτύποι συνεχίζοντο. Τους ήκουαν ευκρινώς οι συγκάτοικοί μας στην αυλή Χαράλαμπος Σμπαρούνης, η αδερφή του Διονυσία, η εξαδέλφη του Σοφία Γκιούγια, και ο αστυνομικός που απεχώρησε στο τέλος χωρίς να βγάλη συμπέρασμα». Με αφορμή τα εντονότερα φαινόμενα όποτε η υπηρέτρια σηκωνόταν από το κρεβάτι ή έβηχε, η Σοφία αποφάνθηκε ότι πρόκειται για την αδικοχαμένη ψυχή του αδερφού της που είχε σκοτωθεί εκείνη τη μέρα στη Νάξο και ζητούσε έλεος. Όπως αναφέρει η ίδια «Είναι η ψυχή του αδελφού μου, ωλόλυζε (θρηνεί), που βροντάει την πόρτα». Ο κ. Τανάγρας αμέσως αντελήφθη ότι πρόκειται περί αγνώστου τηλεπαθητικού φαινομένου, που δημιουργούσε η διαισθητική υπηρέτρια και γι αυτό ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες περί του θανάτου του αδελφού της. Όπως του ανέφερε η ίδια: «Ο αδερφός μου σκοτώθηκε στη Νάξο, ήταν ανάπηρος πολέμου και μ ένα χέρι, τσομπάνης. Κυνηγούσε κάποιο γίδι του κι’ εγκρεμίστηκε σ’ένα βάραθρο. Γίνηκε κομμάτια. Τον μάζεψαν σ’ένα σεντόνι συντοπίτες του και τον μετέφεραν κάτω στην χώρα. Τηλεγράφησαν το θλιβερό μαντάτο σ’εμένα και στις δύο αδερφές μου την Κούλα Γρατσιά και την Πολυξένη Γιαννοπούλου, που κάθονται στο ίδιο σπίτι, σ’άλλη γειτονιά». «Κι οι αδερφές σου;» ρώτησε ο κ. Τανάγρας «…ήκουσαν τους ίδιους μυστηριώδεις κτύπους στην πόρτα τους;» Η Σοφία Βλασαρού ξέσπασε σε καινούργια δάκρυα κι αναφυλλητά. «Ναι, και σ’αυτών τήν πόρτα βρόντησε η αδικοχαμένη ψυχή του αδελφού μου και η Κούλα τον άκουσε να της λέη: «Εγώ φεύγω…πάω ν ανταμώσω την μανούλα μας, που σκότωσαν οι Γερμανοί…» Ο κ. Τανάγρας προτού δώσει την επιστημονική εξήγηση του φαινομένου αυτού, που ανήκει στη σφαίρα και το ενδιαφέρον των ψυχικών αναζητήσεων, επισκέφτηκε το ιατρείο και σπίτι του κ. Αυγουστίνου στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 105, συνοδεία του φωτορεπόρτερ της Βραδυνής. Η Σοφία Βλασαρού ήταν διστακτική και θυμωμένη. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο κ. Τανάγρας: «Είναι ωχρή και φασματική, με υελώδη, περίεργα μάτια. Στην αρχή αρνείται πως ακούγονται συνεχώς οι κτύποι στην πόρτα, μά ύστερα ομολογεί με συντριβή: Τέσσερις μέρες τώρα – μας λέει γρήγορα, γρήγορα – πάμε να τρελαθούμε! Από την νύκτα της Πέμπτης ώς τήν χθεσινή Κυριακή. Ο φοβερός καί ακατανόητος αυτός ήχος της πόρτας, πού τήν κτυπά νευρικά και επιτακτικά, τό χέρι πού δέν υπάρχει καί πού δέν φαίνεται, παγώνει κυριολεκτικώς τήν καρδιά μας. Τα χτυπήματα τρυπούν τ’αυτιά μου, με συνταράσουν καί μέ ρίχνουν σέ απελπισία. Είναι σάν νά μού καρφώνουν χέρια πόδια καί δέν μπορώ νά κουνηθώ. Τήν Πέμπτη οι κτύποι ήσαν με διακοπές. Τήν Παρασκευή έγιναν δυνατώτεροι κι εσήκωσαν τήν αυλή στο πόδι. Όλοι σχεδόν ξενυκτήσανε κουκουλωμένοι από τρόμο στα κρεββάτια τους. Τό Σάββατο τά ίδια καί χθές, Κυριακή, χειρότερα. Προσεύχομαι στον Ύψιστο νά μέ ελεηθή καί νά πάψει τό φριχτό μαρτύριο πού μέ βασανίζει». Αφήνοντας πίσω την οικία Αυγουστίνου, ο κ.  Τανάγρας θα επισκεφτεί την γειτονική οικογένεια του κ. Σμπαρούνη και της αδερφής του Διονυσίας, που κάθονται σ ’ένα διαμέρισμα της εσωτερικής αυλής και είναι το ίδιο τρομαγμένοι και ανήσυχοι από την τετραήμερη αυπνία. Όπως περιέγραψαν στον κ. Τανάγρα: «Ή υπόθεσις αυτή κατήντησεν εφιάλτης. Είμαστε κυριολεκτικώς άνω – κάτω μέ τά γεγονότα αυτά, γιά τά οποία δέν υπάρχει…λογική εξήγησις! Στίς δυό πόρτες των γειτόνων μας Αυγουστίνων αόριστα χέρια ψυχών ή αγγέλων κτυπούνε μυστηριωδώς. Τήν Παρασκευή σχεδόν όλη τή νύκτα δέν κλείσαμε μάτι. Τά κτυπήματα ήσαν διαρκή, έντονα κι απειλητικά».

Σύμφωνα με την επιστημονική εξήγηση του κ. Τανάγρα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα: «Πολλάκις, είς τά λεγόμενα υπό του λαού στοιχειωμένα σπίτια παρετηρήθη υπό της λαϊκής πείρας ότι πράγματι ενίοτε είτε κατόπιν θανάτου είς την κατοικούσαν οικογένειαν είτε κατόπιν ισχυρών ψυχικών κλονισμών, είτε οδυνηρών εγχειρήσεων, εξεδηλώθησαν περίεργα φαινόμενα πού ο λαός αποδίδει είς πνεύματα θανόντων, είτε είς επιδράσεις πονηρών υποστάσεων. Τά φαινόμενα αυτά συνίστανται εις κρότους παντός είδους, ιδίως ξύλου, μετάλλων κρούσεις επί θυρών καί τοίχων, ανατροπήν ή καταστροφήν επίπλων, ειδών ρουχισμού κλπ. Σήμερον γνωρίζομεν,  ότι όπως υπάρχουν ραδιενεργά σώματα είς τά κύρια σώματα της Χημείας, ούτω ενίοτε καί από άτομα κλονισμένης ψυχοφυσικής ισορροπίας, εκπέμπεται είδος ενεργείας πού έχει τήν δύναμιν νά εκτελεί καί μηχανικάς πράξεις, δηλαδή μετακινήσεις καί καταστροφάς αντικειμένων (τηλεκινητικά ή ψυχοκινητικά φαινόμενα), ή προκαλή δόνησιν των μορίων της ύλης, ώστε νά προκαλούνται κρότοι διαφόρου εντάσεως, που είναι ανάλογος πρός τήν έντασιν της ψυχικής ταραχής του ραδιενεργού ατόμου». Και ο κ. Τανάγρας συνεχίζει: «…παρετηρήθη ότι κατά τήν ώραν του θανάτου ωρισμένων ατόμων εκδηλούνται είς τήν οικίαν συγγενών ή φίλων των φαινόμενα ενίοτε συμβολικού χαρακτήρος, που έχουν σκοπόν νά εξαγγείλουν τό δυστύχημα. Τα άτομα αυτά είναι προικισμένα μέ διαισθητικάς ιδιότητας κάποτε όμως τά φαινόμενα είναι εντελώς αυθυπόστατα καί συνίστανται εις θραύσιν ή πτώσιν της εικόνος του θνήσκοντος, καθρέπτου ή ετέρου αντικειμένου. Η Σοφία Βλασερού όμως μού ομολόγησεν ότι οί κρότοι ήρχισαν 3 ώρας μετά τόν θάνατον του αδελφού της. Εάν εσημειούντο τήν ιδίαν στιγμήν, θά ήσαν φαινόμενα τηλεπαθητικής σκέψεως του ψυχορραγούντος, που καταφεύγει εις συμβολικάς κάποτε εκδηλώσεις (πτώσις φωτογραφίας, κρότοι κλπ.). Εις τήν περίπτωσιν της Βλασερού, επειδή αι εκδηλώσεις ήρχισαν μετά τόν θάνατον του αδελφού της, ασφαλώς θά πρόκειται περί τηλεπαθητικής επιδράσεως κάποιου εκ τών εν Νάξω συγγενών της ή ατόμου που έλαβε γνώσιν του δυστυχήματος καί τό οποίον έτυχε νά είναι συντονισμένον μέ τάς 3 αδελφάς Βλασερού. Τό υπόσυνείδητον των 3 αδελφών έλαβε γνώσιν της τηλεπαθητικής εκπομπής αλλά τό υποσυνείδητον δέν ημπορεί νά μεταδίδη πάντοτε καθαρά τίς εντυπώσεις πού παίρνει, όπως εις τήν αναπαραστατικήν μορφήν της τηλεπαθείας καί προσφεύγει εις άλλους τρόπους: βροντοκτυπήματα εις τήν πόρταν. Η Σοφία Βλασερού καί οί περίοικοι ακούουν τάς εκδηλώσεις αυτάς του υποσυνειδήτου (της Σοφίας) ενώ εις τάς δυό αδελφάς της Κούλαν και Πολυξένην οι κρότοι συνοδεύονται και από οπτικάς και ακουστικάς ψευδαισθήσεις, αφού, όπως ομολογούν, ήκουσαν τήν φωνήν του αδελφού των νά τάς αποχαιρετά. Τά φαινόμενα , κατά πάσαν πιθανότητα, θά συνεχισθούν μέχρις ότου παρέλθη η ταραχή του νευρικού συστήματος των τριών αδελφών». Και το άρθρο της Βραδυνής, που ανήκει στον δημοσιογράφο Παύλο Κριναίο κλείνει αναφέροντας ότι «Αυτή λοιπόν είναι η επιστημονική εξήγησις τών μυστηριωδών νυκτερινών κτυπημάτων εις τήν πόρταν της οικίας του κ. Αυγουστίνου, διά τά οποία «υπεύθυνος» είναι ή υπηρέτρια των Σοφία, ή μάλον τό υποσυνείδητόν της, που εκδηλώνεται μέ τόν εκνευριστικόν αυτόν τρόπον, πού πανικοβάλλει καί τρομάζει τούς περιοίκους».