Βαγγέλης Ζήσης: Η μαγική τοπογραφία των Αθηνών

Δήμητρα Καλλινίκου: Κύριε Ζήση σας καλωσορίζουμε στο περιοδικό μας και χαιρόμαστε που σας φιλοξενούμε. Πρόσφατα εκδώσατε το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Η Μαγική Τοπογραφία των Αθηνών». Το βιβλίο σας έχει ιστορικό-λαογραφικό χαρακτήρα βασισμένο σε πληθώρα πηγών που φανερώνουν μια πόλη μέσα στην πόλη. Μια Αθήνα των εθίμων, των τελετουργιών, των δοξασιών με την δική της μοναδική πολιτισμική ταυτότητα. Ποιος ήταν ο σκοπός της συγγραφής του βιβλίου; Αντιμετωπίσατε δυσκολίες κατά  την έρευνα;  Ποιο είναι το προσωπικό βίωμα από την έρευνα και την συγγραφή του;

 

Βαγγέλης Ζήσης: Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και χαιρετίζω τους αναγνώστες σας.

Κατά την άποψή μου, «Η Μαγική Τοπογραφία των Αθηνών» είναι ένα βιβλίο με πολύσημο περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να ειδωθεί από τους αναγνώστες ως ιστορική, λαογραφική, ακόμη και μεταφυσική μελέτη. Παρ’ όλο που έχουν εκδοθεί πολλές εργασίες για την ιστορία των Αθηνών, υπήρχε μεγάλο «κενό» σχετικά με τις προλήψεις, τους θρύλους, τις δεισιδαιμονίες και τα παράδοξα έθιμα της μεσαιωνικής πολιτείας, αφού η καταγραφή τους δεν ήταν ούτε επαρκής, ούτε συστηματική. Όλα αυτά τα προϊόντα του ψυχικού βίου και της ανθρώπινης νόησης φιλοδοξεί να καλύψει το βιβλίο αυτό. Με λίγα λόγια θα έλεγα ότι αναφέρεται στην αντισυμβατική ιστορία των Αθηνών, δηλαδή στο τι πίστευαν οι απλοί γηγενείς κάτοικοι των λαϊκών συνοικιών.

Τα εμπόδια που πρέπει να υπερκεράσει κάθε ιστορική έρευνα, είναι πολυάριθμα και πολυδιάστατα. Ας μην ξεχνάμε πως στην περίπτωση των Αθηνών έχει μεταβληθεί, όχι μόνο ο χρόνος, αλλά και ο χώρος, δηλαδή η φυσιογνωμία της σημερινής μεγαλούπολης. Επίσης, οι αθηναϊκές παραδόσεις και θρύλοι «ακολούθησαν» στο μνήμα τους γέροντες που αποτελούσαν τους σπουδαιότερους θεματοφύλακές τους. Έτσι η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σκέφτονταν έπρεπε να εκμαιευτεί εμμέσως, από εναπομείναντα αρχαιολογικά ευρήματα, σπαράγματα γραπτών κειμένων και από λιγοστές εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες των προηγούμενων αιώνων. Αφού λοιπόν τα περισσότερα εξ αυτών αλλοιώθηκαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς στο ρου των αιώνων, απαιτούνταν μια εκτεταμένη και συγκριτική έρευνα σε όποιο γραπτό ή οπτικό τεκμήριο έχει διασωθεί.

Σχετικά με το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, έχουν περάσει περίπου δύο δεκαετίες από τη στιγμή που αντιλήφθηκα την ιδιαίτερη τοπογραφία που χαρακτηρίζει τα απομεινάρια της μεσαιωνικής πόλης των Αθηνών. Θα τολμούσα να πω ότι η αρχική σύλληψη ήταν απότοκος της προσωπικής μου διαίσθησης. Η εμπειρική τεκμηρίωση που κατακτήθηκε σταδιακά από τη συνδυαστική μελέτη του δημοσιευμένου υλικού των λαογράφων, αρχαιολόγων και ιστοριοδιφών, όσο και από την επιτόπια έρευνα των θέσεων ή μνημείων που αναφέρονται στο βιβλίο, αποδείχτηκε μια άσκηση που διεύρυνε τον πνευματικό μου ορίζοντα. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της διαδρομής, ήταν ότι τα πολυάριθμα τεκμήρια που προέκυψαν, επαλήθευσαν απόλυτα την αρχική μου έμπνευση.

Δ.Κ.: Στο βιβλίο ανακαλύπτει ο αναγνώστης πως η Αθήνα είχε κάποιες τοποθεσίες ορόσημα. Αυτά αποτελούσαν τα φυσικά αλλά και μεταφυσικά όρια της πόλης και τα οποία συμπεριλαμβάνονταν στα έθιμα και στις δοξασίες των κατοίκων. Από την έρευνα σας, οι τοποθεσίες αυτές ήταν ορόσημα αποκλειστικά της χριστιανικής εποχής ή έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα; Υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν στην μία ή στην άλλη άποψη;

Β.Ζ.: Κατ’ αρχάς οφείλω να επισημάνω την ενστικτώδη συνήθεια πολλών θηλαστικών να σημαδεύουν τα όρια της περιοχής τους, διασπείροντας σε συγκεκριμένα σημεία τις μυρωδιές του σώματός τους. Κατ’ αναλογία συμπεριφέρεται και το ανθρώπινο είδος το οποίο, ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, ένιωσε την ανάγκη να οριοθετήσει τις οικιστικές μονάδες του. Στα σύνορα αυτών, λοιπόν, σύστησε φυσικά ή τεχνητά ορόσημα ώστε να καταστήσει τον εσωτερικό χώρο ασφαλή για κατοίκηση, εργασία, λατρεία, κοινωνικοποίηση, εν αντιθέσει με την ερημιά που απλώνεται ολόγυρα και είναι ενδεδυμένη με τις χειρότερες φοβίες του.

Όπως ισχύει και στην περίπτωση των Αθηνών, συνήθως αυτά τα ορόσημα υποδεικνύουν, όχι μόνο τα φυσικά όρια του συνοικισμού, αλλά και τα μεταφυσικά. Δηλαδή, στις θέσεις αυτές συναντούμε σε πλεονασμό διάφορες διηγήσεις για υπερφυσικά όντα, παράξενα συμβάντα και μαγικά δρώμενα.

Αντίστοιχα ιερά ορόσημα συναντούμε και στην αρχαία Αθήνα, ο αμυντικός περιτειχισμός της οποίας ταυτίζεται σε πολλά σημεία με αυτόν της μεσαιωνικής πόλης. Η πόλη αναπτύχθηκε κυκλικά γύρω από τον Ιερό Βράχο, ο οποίος σαν τεράστιος ομφαλός ασπίδας προστάτευε την πόλη έως τα τείχη. Τα τελευταία δεν ήταν μόνο στρατιωτικά έργα, αλλά κύκλωναν συμβολικά και προστάτευαν με μεταφυσικό τρόπο τα έμψυχα και άψυχα του «κλεινόν άστεως». Γι’ αυτό στις πύλες και στα πιο ευπρόσβλητα σημεία των τειχών ιδρύθηκαν ιερά και βωμοί αφιερωμένοι σε φυλακτήριους θεούς και ήρωες. Ας μην ξεχνούμε τα καίρια σημεία που τοποθετήθηκαν και το πόσο σημαντικά θεωρούνταν για την Πόλη-Κράτος, τα οστά του βασιλιά-θεμελιωτή των Αθηνών, Θησέα, όσο και του βασιλιά των Θηβών, Οιδίποδα.

Έχουμε επίσης ενδείξεις ότι όλη η χώρα της Αττικής ήταν περικυκλωμένη τελετουργικά με την ανέγερση των αποκαλούμενων «όρων», δηλαδή λίθινων ιερών οροσήμων που στέκονταν και καθαγίαζαν τα σύνορα σημαντικών δημόσιων ή ιδιωτικών ιδιοκτησιών, όσο και με την ίδρυση «ερμαϊκών στηλών» οι οποίες προφύλασσαν οδοιπόρους και κτήρια.

Δ.Κ.: Οι τοποθεσίες αυτές ορίζονται με κολωνάκια τα οποία όπως αναφέρετε τοποθετούνταν εκεί έπειτα από το τελετουργικό της περιάροσης. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται καθώς ανακαλύπτει πως τα κολωνάκια των συγκεκριμένων τοποθεσιών περικυκλώνουν ουσιαστικά το κέντρο της πόλης. Μπορείτε να μας περιγράψετε πως ακριβώς γινόταν το τελετουργικό, ποιοι ήταν οι συμβολισμοί του αλλά και ποιος ο σκοπός του;

Β.Ζ.: Μερικά από τα σημαντικότερα ιερά ορόσημα της μεσαιωνικής Αθήνας, ήταν μια ομάδα μεμονωμένων μαρμάρινων στύλων που, όπως φαίνεται, αποτελούσαν λείψανα από τους αρχαίους χρόνους. Σύμφωνα με τις αθηναϊκές παραδόσεις, καθένα από αυτά τα κολωνάκια ήταν το επιστέγασμα μιας συγκεκριμένης και δομημένης μαγικοθρησκευτικής τελετουργίας και εθιμικής συμπεριφοράς.

Συγκεκριμένα, όλη η έκταση της πόλης έπρεπε να κυκλωθεί από δύο νεαρά δίδυμα δαμάλια τα οποία έσερναν, για πρώτη φορά στη ζωή τους, ένα μικρό άροτρο. Τα δαμαλάκια συνοδεύονταν από μια πολυπληθή θρησκευτική πομπή, στην κεφαλή της οποίας προπορεύονταν οι ιερείς και ο εύπορος πιστός-χορηγός των δύο ζώων. Μαζί με το άροτρο, είχε κατασκευαστεί για την περίσταση και μια μικρή χύτρα. Μέσα σε αυτήν είχαν τοποθετηθεί δεκάδες μαγικά μικροαντικείμενα και χρωματιστά νήματα που αντιστοιχούσαν στις βλαβερές νόσους. Είναι βέβαιο ότι κατά τη διάρκεια της πομπής εκφέρονταν μυστικές φράσεις, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου αντικαταστάθηκαν από εκκλησιαστικούς ύμνους και τροπάρια αγίων.

Όταν αυτή η ιδιότυπη λιτανεία συμπλήρωνε έναν ή τρεις κύκλους γύρω από την Αθήνα, εφόσον δηλαδή επέστρεφε στο σημείο της αφετηρίας, ακολουθούσε η θυσία και η ταφή των δύο δαμαλιών τα οποία ρίχνονταν σ’ έναν λάκκο που είχε ανοιχτεί από την προηγούμενη ημέρα. Μέσα σε αυτόν καταχώνονταν το υνί και η χύτρα, ενώ ένα μαρμάρινο κολωνάκι στηνόταν στην κορυφή όλων αυτών. Αυτό υποτίθεται ότι σφράγιζε και παγίδευε τα δαιμόνια που σκορπούσαν τις ασθένειες στους κατοίκους της πόλης. Έκτοτε, το κολωνάκι ήταν ένα φυλακτήριο ορόσημο για την πόλη και οι ψυχές των δύο δαμαλιών τα στοιχειά-προστάτες της!

Όπως θέλουν οι αθηναϊκές παραδόσεις, ένα παρόμοιο δρώμενο επαναλαμβανόταν κάθε φορά που η πόλη είχε πληγεί ή απειλούνταν από κάποια θανατηφόρο νόσο που ελλόχευε στα περίχωρά της. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι προσδοκούσαν στον μαγικό εξαγνισμό μιας κυκλικής γεωγραφικής έκτασης, ίσαμε τα όρια της πόλης τους. Πλέον ο οικισμός τους καθίστατο ιερός, οι κάτοικοι προστατεύονταν από κάθε είδους μαγικές δυνάμεις ή κακές επιρροές και, το σημαντικότερο, οι επικίνδυνες λοιμικές ασθένειες «καρφώνονταν» σ’ έναν ασυνήθιστο… τάφο που σηματοδοτούνταν από το ιερό κολωνάκι! Βέβαια, κάθε φθορά, κάθε ενδεχόμενη πτώση ή μετακίνηση του, σήμαινε άρση του μαγικού «δεσίματος» και ότι οι ασθένειες ήταν ξανά ελεύθερες να πλήξουν τον πληθυσμό.

Δ.Κ.: Στο βιβλίο παρατηρούμε πως υπήρξε πάντρεμα των αρχαίων δοξασιών με την χριστιανική θρησκεία, ενώ κάποια σημεία εξαγνισμού και λατρείας παρέμειναν ίδια. Για παράδειγμα, η λατρεία συγκεκριμένων κιόνων μέσα από κάποια τελετουργικά γινόταν με σκοπό την θεραπεία, ενώ διατηρούνταν ως το πρόσφατο παρελθόν. Τι πιστεύετε πως διατήρησε στους ανθρώπους την ανάγκη να συντηρήσουν για αιώνες τις ίδιες πίστεις και πρακτικές ενώ οι θεοί και οι εποχές άλλαζαν;

Β.Ζ.: Όπως αναλύεται στις σελίδες της «Μαγικής Τοπογραφίας των Αθηνών», η πλειονότητα της λατρευτικής και εθιμικής συμπεριφοράς των κατοίκων της μεσαιωνικής Αθήνας, φέρει μεγάλα δάνεια από τον μυστικισμό και τη λατρεία των αρχαίων ή ρωμαϊκών χρόνων. Ένα παράδειγμα στο οποίο η λαϊκή λατρεία συνέχισε αδιάπτωτη και ντυμένη μ’ έναν χριστιανικό μανδύα, είναι ο μαρμάρινος κίονας με το κορινθιακό κιονόκρανο που βρίσκεται ενσωματωμένος στο εκκλησάκι του «Αγίου Ιωάννη της Κολώνας» στην οδό Ευριπίδου. Σε αυτόν τον κίονα προσέρχονταν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες οι Χριστιανοί για να δέσουν με τρόπο συμβολικό, ή μάλλον μαγικό, τη θέρμη και τον πυρετό που τους βασάνιζε. Πίστευαν ότι εάν έδεναν ένα νήμα ή τρίχες από τα μαλλιά τους πάνω στον κίονα, τότε η αρρώστια θα μεταβιβαζόταν σε αυτόν, ενώ οι ίδιοι θα θεραπεύονταν.

Παρόμοιες ιαματικές ιδιότητες συναντούμε στα πλαίσια της αρχαιότατης κιονολατρείας των προγόνων μας, οι οποίοι αναπαρίσταναν διάφορες θεότητες ως στύλους και ανέγειραν κίονες σε κρητομυκηναϊκά ιερά κορυφής. Αλλά και στην αθηναϊκή λατρεία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, ο ιερός στύλος της θεάς ήταν ντυμένος με λωρίδες από ράκη πιστών, ασθενών ή γυναικών που έχασαν τη ζωή τους στον τοκετό. Επίσης, όπως συμπεραίνουμε από αττικά αγγεία, οι αρχαίοι συνήθιζαν να περιζώνουν τις επιτύμβιες στήλες με χρωματιστά υφάσματα και ταινίες.

Σίγουρα η διαχρονικότητα των ίδιων πρακτικών εντυπωσιάζει και, συγχρόνως, προβληματίζει. Όμως ας μην λησμονούμε ότι, μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, όμως το αίτημα της ίασης και της διατήρησης της καλής υγείας, παραμένουν πάντοτε σε ύψιστη προτεραιότητα για τους ανθρώπους. Έτσι, σε συνδυασμό με την αδήριτη πίστη του στο υπερφυσικό, ο άνθρωπος δεν διστάζει να καταφύγει σε ανορθόδοξες μεθόδους θεραπευτικής.

Μια λοιπόν λογική εξήγηση για την «επιμονή» των αρχαίων δοξασιών στη μεσαιωνική χριστιανική Αθήνα, είναι η εθνολογική της συνέχεια. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες πόλεις οι οποίες κατοικήθηκαν αδιάπτωτα από τους Μυκηναϊκούς χρόνους έως και σήμερα. Αν έπρεπε να επιλέξουμε μια μεταφυσική ατραπό, θα έλεγα ότι η μετάδοση ενός εθίμου ή παράδοσης μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από την κοινοκτημοσύνη που διαμορφώνεται στο συλλογικό ασυνείδητο μιας ομάδας, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από μια περιοχή που φέρει ένα κοινό τοπωνύμιο, στην προκειμένη περίπτωση η Αθήνα.

Δ.Κ.: Στο βιβλίο εμπεριέχεται ένας χάρτης όπου παρουσιάζει τις τοποθεσίες ορόσημα να σταυρώνουν το κέντρο της πόλης και να τέμνονται σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Δεν θα αποκαλύψουμε τις τοποθεσίες για να κρατήσουμε το ενδιαφέρον των αναγνωστών και να διατηρήσουμε το μυστήριο. Τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην λαογραφία, στους σύγχρονους αστικούς θρύλους της πόλης και σε αυτά τα σημεία; Υπάρχει κάποια τοποθεσία ή μνημείο της πόλης που να ξεχωρίζετε;

Β.Ζ.: Ο αναδιπλούμενος χάρτης στον οποίο αναφέρεστε, αποτυπώνει τη θέση των τεσσάρων αποτροπαϊκών (δηλαδή αυτών που αποτρέπουν το κακό) κολωνακίων, σε σχέση με τη ρυμοτομία της σύγχρονης Αθήνας. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη διάταξή τους είναι συναρπαστικά!

Πρώτον, επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την αθηναϊκή παράδοση της περιάροσης, αφού εντοπίζονται ακριβώς πάνω στην περιφέρεια της μεσαιωνικής πόλης, δηλαδή στην τροχιά που χάραξε το υνί! Δεύτερον, είναι προσανατολισμένα προς τα κύρια σημεία του ορίζοντα και, ως εκ τούτου, σχηματίζουν έναν νοητό σταυρό πάνω από την πόλη! Με τον τρόπο αυτόν, καθιστούν την Αθήνα μια «σταυρωμένη», καθαγιασμένη, πολιτεία. Τρίτον, είτε με την έννοια του κύκλου, είτε με την έννοια του σταυρού, αποκαλύπτουν ένα κέντρο, έναν ομφαλό. Αυτό θεωρείτο το πιο νευραλγικό σημείο της πόλης, απ’ όπου ακτινοβολούνταν η ζωοδότρα θεία δύναμη που διατηρούσε τον μαγικό κύκλο και, συνάμα, εκεί λάμβανε χώρα η επικοινωνία των «κάτω με τα άνω», δηλαδή η ψυχανωδία της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό!

Σίγουρα η ανακάλυψη του ιερού κέντρου των Αθηνών, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της έρευνάς μου. Επομένως, δεν νομίζω πως θα προκαλούσε έκπληξη το ότι κατατάσσω το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα που ανεγέρθηκε εκεί, ως ένα από τα σημαντικότερα μνημεία που αναφέρονται στο βιβλίο μου.

Αν έπρεπε να επιλέξω ακόμη μια ιδιαίτερη τοποθεσία της παλιάς πόλης, αυτή είναι η λοφοσειρά που ορίζεται από τον λόφο των Νυμφών έως τον λόφο του Φιλοπάππου. Στους ξασπρισμένους από τους αιώνες βράχους της, συναντούμε «τα σπουδαιότερα ξωτικά κέντρα των Αθηνών», όπως εμπνευσμένα τα αποκάλεσε ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου. Πρόκειται για την ευγονική «Ξουλιάστρα», την «Φυλακή του Σωκράτη», την «Σπηλιά των Μοιρών», τρία τοπωνύμια όπου σύμφωνα με τους θρύλους κατοικούνταν από Νεράιδες και Αερικά, και στα οποία προσέρχονταν οι ηλικιωμένες γητεύτρες της πόλης για να εξασκήσουν τη μαγική τους τέχνη.

Το ερώτημα, εάν αυτές οι τοποθεσίες για τις οποίες μας μιλούν οι παλιές αθηναϊκές παραδόσεις σχετίζονται με αυτό που οι σύγχρονοι λαογράφοι αποκαλούν ως αστικούς μύθους, είναι εύλογο αλλά εκτός τους σκοπούς της συγκεκριμένης μελέτης. Η προσωπική μου διαίσθηση είναι ότι ίσως θα μπορούσε να τεκμηριωθεί μια τέτοια σύνδεση, όπως άλλωστε έχω εξακριβώσει ότι συμβαίνει σε άλλα τοπωνύμια της ελληνικής επικράτειας. «Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό», λοιπόν, για τους επόμενους ερευνητές!

Δ.Κ.: Το τελετουργικό της περιάροσης αφορά την πόλη των Αθηνών ή είναι μια πρακτική που γινόταν και σε άλλα μέρη; Υπάρχουν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας  κολωνάκια στα όρια των οικισμών; Διασώζεται σήμερα μέσα από κάποιο έθιμο ή την χριστιανική θρησκεία η περιάροση και ο συμβολισμός της;

Β,Ζ,: Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το τελετουργικό της περιάροσης, ή έστω κάποια επιμέρους στοιχεία του, απαντώνται σε εκατοντάδες παραδόσεις που προέρχονται από διάφορες γωνιές της χώρας μας. Οι σπουδαίοι λαογράφοι μας, Πολίτης, Μέγας, Αικατερινίδης, Μπακαΐμης, έχουν καταγράψει πληθώρα σχετικών δημωδών διηγήσεων από την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Μεγάλη πυκνότητα συναντούμε σε χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, όπου ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι επιδεικνύουν τα ιερά ορόσημα, λίθους ή αιωνόβια δέντρα, τα οποία βρίσκονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και «σταυρώνουν» τους οικισμούς τους.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι τα ορόσημα που επιλέγονταν μπορεί να ήταν φυσικά ή τεχνητά στοιχεία. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι κατασκευές θρησκευτικού χαρακτήρα, δηλαδή υπαίθρια εικονοστάσια, προσκυνητάρια, αγιάσματα, εκκλησάκια, κολωνάκια. Η δεύτερη περιλαμβάνει τα φυσικά οροθέσια όπως, ριζιμιούς βράχους, μυτερές πέτρες, αιωνόβια ή θαλερά δέντρα, ιδιόμορφους γεωλογικούς σχηματισμούς.

Τα μαρμάρινα κολωνάκια αποτελούν μια εξωραϊσμένη μορφή ορόσημων που συναντούμε, εκτός από την Αθήνα, στην Μάνη, στην Δωρίδα, στην Αργολίδα, αλλά και στην συμπρωτεύουσα. Στην Θεσσαλονίκη, λοιπόν, σώζεται η επονομαζόμενη κατά την Τουρκοκρατία «Στήλη των Όφεων». Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκεται στα δυτικά όρια της μεσαιωνικής πόλης και πάνω στον κεντρικό οδικό άξονα Ανατολής-Δύσης. Μια παλιά παράδοση έλεγε πως το μαρμάρινο μνημείο ήταν στοιχειωμένο από έναν δαίμονα που είχε τη μορφή φιδιού.

Επιμέρους στοιχεία της μαγικής περιάροσης διασώζονται και σε εθιμικούς ευτηριακούς (για καλή χρονιά) εορτασμούς που ακόμη τηρούνται σε απομακρυσμένα χωρία της Ελλάδας. Στην Νέδουσα κάθε Καθαρά Δευτέρα, μεταξύ άλλων θεατρικών δρώμενων, σπέρνεται και οργώνεται κυκλικά, τρεις φορές, η κεντρική πλατεία του χωριού. Σε πολλά μέρη στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας, τηρείται το έθιμο του Καλόγερου που βρίθει από αρχέγονους συμβολισμούς, όπως η σπορά και το όργωμα που εκτελείται τελετουργικά από έναν θίασο μίμων.

Μάλιστα το δρώμενο της περιάροσης εντυπώθηκε στη λαϊκή αντίληψη σε τέτοιο βαθμό, που πολλά στοιχεία του κατάφεραν να παρεισφρήσουν στην ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση. Ενδεικτικά αναφέρω την, ανά έτος ή όποτε κρίνεται αναγκαίο, περιφορά του Επιταφίου στα όρια των ενοριών, αλλά και των αγίων λειψάνων, των εικονισμάτων και των εκκλησιαστικών λαβάρων στην περιφέρεια των αγροτικών οικισμών. Είναι εντυπωσιακό πως σε πολλές περιπτώσεις που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εκλέγονταν ως ορόσημα τέσσερα αιωνόβια δέντρα τα οποία αντιστοιχούσαν στα βασικά σημεία του ορίζοντα. Στις συγκεκριμένες θέσεις η πομπή έκανε στάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ιερέας άνοιγε τρύπες στους κορμούς των δέντρων, μέσα στις οποίες τοποθετούσε αντίδωρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα καθιστούσε ιερά!

 Δ.Κ.: Τα βιβλία σας χαρακτηρίζονται από ενδελεχή έρευνα που προσπαθεί να παρουσιάσει και να φωτίσει το μυστήριο. Έχετε γράψει ακόμα το «Το Αρχέτυπο του Μαυροντυμένου Ανθρώπου» και «Τα Μυστήρια της Πεντέλης». Τι αποτελεί για εσάς πηγή έμπνευσης και πως επιλέγετε τα θέματα που ερευνάτε; Ετοιμάζετε κάποιο επόμενο βιβλίο;

Β.Ζ.: Η μέθοδος προσέγγισης που έχω επιλέξει από τις πρώτες, κιόλας, δημοσιευμένες δουλειές μου, χαρακτηρίζεται από την παράθεση στοιχείων και τη λογική τεκμηρίωση, στο μέτρο τουλάχιστον που αυτή είναι εφικτή. Σίγουρα πρόκειται για μια δύσβατη και κακοτράχαλη οδό, όμως αυτήν θεωρώ ως υπεύθυνη προσέγγιση για θέματα που χαρακτηρίζονται ως υπερβατικά.

Μπορεί να σας ακούγεται οξύμωρο, όμως τολμώ να πω ότι συνήθως με… επιλέγουν τα αντικείμενα των ενδιαφερόντων μου! Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να μην αποτελούν πηγές έμπνευσης η Πεντέλη και η παλιά Αθήνα, ένα βουνό και μια πόλη που έχουν να επιδείξουν μακραίωνη και σπουδαία ιστορία, αμέτρητους θρύλους και δοξασίες, καθώς και πληθώρα σύγχρονων αστικών μύθων; Ήταν λοιπόν νομοτελειακό αυτές οι αγαπημένες τοποθεσίες να τραβήξουν την προσοχή μου.

Σχετικά με την επόμενή μου εκδοτική μου απόπειρα, δυστυχώς δεν μπορώ να σας διαφωτίσω επαρκώς. Υπάρχουν δεκάδες έρευνες εν εξελίξει που… φωνασκούν από τα συρτάρια του γραφείου μου, όμως μονάχα όταν κάποια από αυτές ολοκληρώνεται με την εμπεριστατωμένη μορφή που προσδοκώ, παίρνει την οδό της δημοσίευσης. Γι’ αυτό και, όπως ίσως είναι ήδη αντιληπτό από τους αναγνώστες μου, το μεσοδιάστημα μεταξύ της συγγραφής των βιβλίων μου, δεν ακολούθησε ποτέ τους φρενήρεις ρυθμούς και τις προθεσμίες που, κατά κανόνα, χαρακτηρίζουν το σημερινό εκδοτικό περιβάλλον. Η βιάση, η προχειρότητα και η κοινοτυπία, δεν αποτελούν καλούς οδηγούς. Ας μην ξεχνούμε πως καθετί που δημοσιεύεται, σημαδεύει θετικά ή αρνητικά τον συγγραφέα σε όλη τη συνέχεια της πορείας του. Οψόμεθα, λοιπόν!

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 3ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth