ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

του Αντώνη Αντωνιάδη

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

«Κάθε πέντε χρόνια ρίχνουν κλήρο για να επιλέξουν έναν άνδρα για αγγελιαφόρο, τον οποίο θα στείλουν να συναντήσει τον δαίμονα Ζάλμοξη για να του μεταφέρει τα αιτήματά τους. Η αποστολή του αγγελιαφόρου ξεκινάει ως εξής: Μερικοί απ’ αυτούς που βρίσκονται εκεί σχηματίζουν γραμμές, κρατώντας από τρία ακόντια, ενώ κάποιοι άλλοι πιάνουν τα χέρια και τα πόδια του αγγελιαφόρου και τον πετάνε ψηλά ώστε να πέσει πάνω στις λόγχες. Αν ο άνδρας πεθάνει ακαριαία θεωρούν ότι ο θεός θα τους ευνοήσει, αν δεν πεθάνει λένε ότι ο αγγελιαφόρος είχε κακό χαρακτήρα. Τα μηνύματά που θέλουν να στείλουν στον θεό τού τα δίνουν όσο εκείνος είναι ζωντανός».

Όσο βάρβαρη κι αν φαίνεται σήμερα μια τέτοια πράξη κάποτε δεν ήταν παρά ένα ακόμη ιερό έθιμο μέσω του οποίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ηρόδοτος στο Μελπομένη, οι Γέτες, μια αρχαία θρακική φυλή, μ’ αυτόν τον τρόπο επικοινωνούσαν με το πνεύμα του Ζάλμοξη, κάποιου απατεώνα θεολόγου που αργότερα τον θεοποίησαν. Το συγκεκριμένο απόσπασμα, εκτός από την κτηνώδη απατεωνιά των ανθρώπων κι έναν τρόπο νεκρομαντείας, φανερώνει και τις διαφορετικές έννοιες που είχε η λέξη δαίμων στην αρχαία Ελλάδα. Ειδικότερα εδώ είναι συνώνυμη της λέξης θεός, αφού ο Ζάλμοξης αρχικά ονομάζεται δαίμων και στη συνέχεια θεός. Για να αντιληφθείτε τις έννοιες της λέξης δαίμων πρέπει να γνωρίζετε ότι σύμφωνα με τις διάφορες θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων ο αέρας που περιβάλλει τον κόσμο δεν είναι κενός, αλλά περιέχει μέσα του τους θεούς, τους δαίμονες και τους ήρωες. Τα μέλη κάθε μίας απ’ αυτές τις ομάδες, ανάλογα με τις προθέσεις τους ή με τις επιθυμίες των ανθρώπων, εμφανίζονται στον κόσμο μας και συμβάλλουν στις εξελίξεις, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά.

Άλλες φορές όμως η λέξη δαίμονας σήμαινε το πνεύμα κάποιου ανθρώπου ή και ήρωα, ωστόσο για να μην μπερδεύεστε καλύτερα να θεωρείτε ότι σήμαινε κάποια υπερφυσική δύναμη ή κάποιο πνεύμα. Όπως και να ’χει διαπιστώνουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην ύπαρξη των δαιμόνων και τους λάτρευαν.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι ήταν διαφορετική η έννοια του δαίμονα κατά τους αρχαίους Έλληνες μ’ εκείνη που της προσδόθηκε από τους Χριστιανούς. Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχαν κακοποιοί δαίμονες, αλλά δεν ήταν όλοι. Συναντάμε συνήθως εκδικητικούς δαίμονες απέναντι σε ασεβείς και βλάσφημους ανθρώπους κι όχι καθ’ ολοκλήρου κακά πνεύματα, όπως στον Χριστιανισμό.

Στον Χριστιανισμό οι δαίμονες είναι άλλοτε οι εκφάνσεις του Κακού κι άλλοτε τα εργαλεία-πνεύματα που χρησιμοποιεί το Κακό για να επιτύχει τους σκοπούς του και να υποδουλώσει την ανθρωπότητα. Μια τέτοια ολική οπτική λείπει από την αρχαιοελληνική κοσμοθεωρία. Δηλαδή δεν εμφανίζεται πουθενά η θεωρία ότι όλοι οι δαίμονες θέλουν να επιβληθούν και να κατακτήσουν την ανθρωπότητα. Αυτό φαίνεται καθαρά στο έργο του Πλούταρχου Αίτια Ρωμαϊκά όπου ο φιλόσοφος αναρωτιέται για τους κακοποιούς δαίμονες: «Ή μήπως είναι αλήθεια αυτό που κάποιοι Ρωμαίοι, όπως και οι φιλόσοφοι που ακολουθούν τον Χρύσιππο (Στωικός φιλόσοφος του 3ου π.Χ. αιώνα), ότι τα κακά δαιμόνια περιτριγυρίζουν όσους οι θεοί χρησιμοποιούν για δήμιους και βασανιστές των ανόσιων και των άδικων ανθρώπων, έτσι και οι Λάρητες (Κακοποιά και αγαθοποιά πνεύματα των Ρωμαίων, που η δράση τους εξαρτιόταν από τις πράξεις του κάθε ανθρώπου) μοιάζουν με ερινύες και είναι τιμωροί δαίμονες, που επιβλέπουν την ζωή και τους οίκους των ανθρώπων;»

Ένα άλλο απλό παράδειγμα αυτής της διαφοράς είναι η πίστη και η λατρεία στον αγαθοδαίμονα. Ο αγαθοδαίμονας, τον οποίο συναντάμε στις διάφορες παραστάσεις με τη μορφή φιδιού, ήταν το πνεύμα του κάθε σπιτιού που βοηθούσε τους ιδιοκτήτες και τους ευλογούσε με τύχη, ευδαιμονία και ευημερία. Ένας άλλος αγαθοποιός δαίμονας θεωρούταν ο δαίμονας του τόπου, αυτόν που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν genius loci, ο οποίος προστάτευε και βοηθούσε τους κατοίκους μιας πόλης και της ευρύτερης γύρω περιοχής. Αυτός ο δαίμονας με την επικράτηση του Χριστιανισμού μεταλλάχθηκε στον προστάτη άγιο της πόλης.

Η διαφοροποίηση στην έννοια της λέξης δαίμονας μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων και των Χριστιανών Ελλήνων και κατ’ επέκταση όλων των Χριστιανών, επήλθε όταν ο Χριστιανισμός υιοθέτησε το μανιχαϊκό δόγμα της αιώνιας σύγκρουσης ανάμεσα στις δυο δυνάμεις που κυριαρχούν τον κόσμο, του Καλού και του Κακού. Σύμφωνα δηλαδή με τη θρησκεία των Μανιχαίων υπάρχουν δυο αντίπαλες δυνάμεις, το Καλό και το Κακό, οι οποίες συγκρούονται συνεχώς μέχρι να επικρατήσει κάποια απ’ αυτές. Οι άνθρωποι ανάλογα με το ποιόν τους ακολουθούν είτε την μια είτε την άλλη, κατά συνέπεια να γίνονται πιόνια του πολέμου, στον οποίο συμμετέχουν και άλλα πλάσματα όπως οι δαίμονες και οι άγγελοι.

Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να επεκταθώ σ’ ένα άρθρο λεπτομερειακά στις διάφορες θεωρίες και τις ανασυνθέσεις που έγιναν μέσω των κατοπινών θρησκειών. Ωστόσο, λόγω του συγκεκριμένου αποσπάσματος του Ηροδότου, πρέπει να αναφερθώ και στη νεκρομαντεία, η οποία είχε υιοθετηθεί από αρκετούς αρχαίους Έλληνες ως ένας τρόπος επαφής με τις αόρατες δυνάμεις, αλλά με την πάροδο των χρόνων και με την επέμβαση των λογικών απαγορεύτηκε και εξαλείφθηκε. Η νεκρομαντεία δεν είναι άλλο παρά η πρόβλεψη του μέλλοντος διαμέσου των νεκρών. Και η αλήθεια είναι ότι από τις απαρχές του χρόνου η νεκρομαντεία ήταν συνδεδεμένη με την ανθρωποθυσία. Οι ιερείς θανάτωναν, προσέφεραν θυσία στους θεούς τους, ανθρώπους, συχνότερα παιδιά και κατά προτίμηση σε μερικούς λαούς παρθένες κοπέλες, ούτως ώστε να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τα πνεύματα και να μάθουν τα μελλούμενα. Δηλαδή η ανθρωποθυσία στους περισσότερους λαούς δεν είχε σκοπό μόνο κατευναστικό και προστατευτικό, αλλά και μαντικό.

Έναν τέτοιο τρόπο επικοινωνίας με τα πνεύματα των νεκρών συναντάμε στην Οδύσσεια. Σύμφωνα με το έργο του Ομήρου η θεά ομολογεί τα μυστικά της νεκρομαντείας στον πολυμήχανο Οδυσσέα και τον στέλνει στις πύλες Άδη να καλέσει το πνεύμα του νεκρού μάντη Τειρεσία ώστε ο ήρωας να μάθει τον τρόπο και το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει για να γυρίσει στην Ιθάκη.

«Ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος τα σφαχτά κρατούσαν. Τράβηξα τότε από τον μηρό το μυτερό σπαθί μου κι άνοιξα λάκκο, ως μια οργιά το φάρδος και το μάκρος, γύρω του έχυσα χοές σ’ όλους τους πεθαμένους, στην αρχή μέλι και γάλα, μετά γλυκό κρασί, τρίτο νερό και με λευκό αλεύρι τα πασπάλισα…

»… Κι όλοι (οι νεκροί) στο λάκκο τρέχανε, χιλιάδες, μ’ αλαλαγμούς ανείπωτους, που χλόμιασα από το φόβο. Είπα τότε στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν τα αρνιά, που κείτονταν σφαγμένα με μαχαίρι στη γη, τάζοντας στην Περσεφόνη και στον ανίκητο Άδη.

»… Τότε η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε πρώτη γιατί η γη ακόμα δεν είχε σκεπάσει το κορμί του. Στης Κίρκης άθαφτο και άκλαυτο τον είχαμε αφήσει στο αρχοντικό παλάτι, επειδή μας έσπρωχνε η ανάγκη.

»… Του Τειρεσία του Θηβαίου εκεί τότε ήρθε η ψυχή. Σκήπτρο ολόχρυσο κρατούσε και αφού με γνώρισε μου είπε: ″Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Οδυσσέα, γιατί ήρθες στον άχαρο κόσμο, καημένε, αφήνοντας τον λαμπερό Ήλιο να δεις τους νεκρούς στον Άδη…″

»… Και αίμα σαν ήπιε ο μάντης άρχισε να μιλά». (λ 23-99 αποσπάσματα στίχων).

Από ό,τι μπορούμε να διαπιστώσουμε μέσα απ’ τους παραπάνω στίχους ο Όμηρος μας δίνει πληροφορίες για τα στοιχεία που αποτελούσαν το τελετουργικό μέρος της νεκρομαντείας, όπως ότι χρησιμοποιούσαν μέλι, γάλα, νερό κι αλεύρι, έκαιγαν το κρέας των θυσιασμένων αρνιών, τα ίδια τα αρνιά που προσφέρονταν για θυσία, αλλά και την πιο αρχαία μορφή και πιθανότατα εξαφανισμένη πια στην εποχή του Ομήρου, αιμοποσία…

Αυτά τα πανάρχαια έθιμα όσο κι εάν μας φαίνονται βάρβαρα και αηδιαστικά, ή όσο κι εάν θίγουν την εσφαλμένη εικόνα κάποιων για τους προγόνους μας, ίσχυαν και υπάρχουν πάμπολλες καταγραφές τους. Για παράδειγμα υπήρχαν πανάρχαιες γιορτές κατά τις οποίες οι αρχαίοι Έλληνες με απλές τελετές έρχονταν σε επαφή με τα πνεύματα των προγόνων τους ζητώντας απ’ αυτά να τους προφυλάξουν, αλλά και να τους πουν το μέλλον. Οι τελετές αυτές ονομάζονταν Αιμακούρια και από τους προϊστορικούς χρόνους περιλάμβαναν αιματηρές θυσίες, με τους τελετάρχες να μαζεύουν το αίμα των θυσιασμένων ζώων ή ακόμη παλαιότερα των ανθρώπων, μέσα σε ειδικά αγγεία και μετά να το ρίχνουν μέσα στις οπές του τάφου. Αυτές οι τελετές άρχισαν να φθίνουν από τους Αρχαϊκούς Χρόνους και ύστερα, με αποτέλεσμα τελικά, να μεταλλαχθούν σε μια αναίμακτη προσφορά «ζωτικών» υγρών, τις χοές. Οι χοές ήταν ένα μείγμα από κρασί, γάλα, μέλι νερό και λάδι. Ο τελετάρχης πριν το ρίξει στην οπή του τάφου έπινε λίγο από το μείγμα, ενώ ταυτόχρονα οι παρευρισκόμενοι έψελναν κάποια ωδή που συνοδευόταν με ευχές.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται να αναφερθώ στις λέξεις πνεύμα και ψυχή. Πολλές φορές αυτές οι δυο λέξεις σημαίνουν το ίδιο πράγμα, την ψυχή, ωστόσο σε συγκεκριμένες αρχαίες θεωρίες το πνεύμα είναι κάτι διαφορετικό. Είναι εκείνο το κομμάτι του ανθρώπου που μπορεί να επηρεαστεί από κάποιον κακοποιό δαίμονα και κατά συνέπεια ο άνθρωπος να δαιμονιστεί, αλλά και να κατακτηθεί ολοκληρωτικά από το Κακό, με αποτέλεσμα να γίνει το ίδιο το πνεύμα δαίμονας. Είναι κατατοπιστικό το απόσπασμα από το όγδοο βιβλίο των Βίων του Διογένη Λαέρτιου, όπου στον βίο του Πυθαγόρα αναφέρει τη θεωρία του φιλόσοφου από την Σάμο: «Όλος ο αέρας είναι γεμάτος με ψυχές, αυτές άλλες δαίμονες τις ονομάζουν κι άλλες ήρωες. Απ’ αυτές στέλνονται τα όνειρα στους ανθρώπους και οι οιωνοί και οι αρρώστιες, κι όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στα πρόβατα και τα άλλα κτήνη. Προς αυτούς γίνονται οι καθαρμοί και οι αποτροπιασμοί, αλλά και κάθε μαντική (τέχνη) και ξόρκια και όλα τα όμοια».

Ανάμεσα λοιπόν στις πολλές και γελοίες μεθόδους που ανακάλυψαν οι άνθρωποι για να προβλέπουν το μέλλον: κούνημα των φύλλων των δένδρων, κρωξίματα πουλιών, όνειρα, χαρτιά, καφέδες κ.λπ. υπήρχε και η πρόβλεψη μέσω της επικοινωνίας με τους νεκρούς, κατά την οποία καλούσαν το πνεύμα του νεκρού και συνομιλούσαν μαζί του. Ωστόσο δεν γνώριζαν εάν αυτό το πνεύμα ήταν επηρεασμένο από κάποιον κακοποιό δαίμονα ή είχε πια δαιμονοποιηθεί. Έτσι στις περιπτώσεις που αποτύγχανε αυτή η μακάβρια πρόβλεψη του μέλλοντος οι συνειδητοποιημένοι της απατεωνιάς τους νεκρομάντεις έλεγαν ότι το πνεύμα του νεκρού είχε καταληφθεί από δαίμονα ή έγινε δαίμονας. Οπότε ούτε γάτα, ούτε ζημιά και οι πιστοί κι ευεπηρέαστοι άνθρωποι συνέχισαν να πιστεύουν στην όποια ανοησία τους έλεγαν. Κάτι το οποίο συναντάμε αυτούσιο και στο σήμερα.

Αλλά ας περάσουμε στις διάφορες μαρτυρίες για εμφανίσεις δαιμόνων, κακοποιών κυρίως, στα έργα των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, βιογράφων και γεωγράφων.

Το μοτίβο της ιστορίας που ακολουθεί είναι γνωστό από τα παραμύθια γιατί έχουμε έναν άνδρα που μάχεται με κάτι υπερφυσικό για χάρη μιας γυναίκας. Ωστόσο εδώ ο άνδρας δεν παλεύει με κάποιον δράκο ή αιμοδιψή ληστή, αλλά μ’ ένα φάντασμα-δαίμονα…

Αναφέρει λοιπόν ο Παυσανίας στο Ηλιακά: «Σ’ αυτή και στην επόμενη ολυμπιάδα στέφτηκε νικητής ο Εύθυμος (…) Όταν ο Εύθυμος επέστρεψε στην Ιταλία πολέμησε με τον Ήρωα, του οποίου η ιστορία έχει ως εξής: Όταν ο Οδυσσέας περιπλανιόταν μετά την άλωση του Ιλίου, παρασύρθηκε από τους ανέμους σε πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας. Με τα καράβια του αφίχθηκε στην Τεμέσα. Εκεί ένας μεθυσμένος ναύτης του βίασε μια παρθένα και οι ντόπιοι γι’ αυτό του το αδίκημα τον λιθοβόλησαν. Ο Οδυσσέας δεν έδωσε σημασία στον θάνατο του ναύτη και απέπλευσε, ο δαίμονας όμως του λιθοβολημένου ανθρώπου δεν ησύχασε και αδικούσε τους κατοίκους της Τεμέσας, επιτιθέμενος σε ανθρώπους κάθε ηλικίας.» 

Η Πυθία συγκράτησε τους κατοίκους της Τεμέσας, που ετοιμάστηκαν να φύγουν από την Ιταλία, λέγοντάς τους να κτίσουν ναό αφιερωμένο στον Ήρωα και κάθε χρόνο να του δίνουν την ομορφότερη παρθένα της πόλης για σύζυγο. Πράττοντας αυτά που πρόσταξε ο θεός, ο δαίμονας έπαψε πια να τους ενοχλεί. Ο Εύθυμος λοιπόν έφτασε στην Τεμέσα όταν έπρατταν τις τελετές για τον δαίμονα. Μπήκε μέσα στον ναό και είδε την παρθένα που στην αρχή την λυπήθηκε, μετά όμως την ερωτεύτηκε. Η νεαρή του είπε ότι θα γινόταν σύζυγός του εάν την έσωζε και ο Εύθυμος οπλίστηκε και περίμενε την έφοδο του δαίμονα. Νίκησε στην μάχη και, διώχνοντάς τον από την γη, ο Ήρως εξαφανίστηκε καταδυόμενος στην θάλασσα. Έτσι ο Εύθυμος έκανε σπουδαίο γάμο και οι άνθρωποι ελευθερώθηκαν από τον δαίμονα». Πιθανότατα ο Εύθυμος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να σταματήσει ένα βάρβαρο έθιμο, μάλλον ανθρωποθυσία, και τελικά να πάρει την όμορφη παρθένα για σύζυγο.

Ο Ευνάπιος στο Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών καταγράφει τα βιογραφικά στοιχεία του Πορφύριου (Νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 3ου μ.Χ. αιώνα): «Λένε ότι και ένα δαιμόνιο από κάποιο λουτρό έδιωξε και απέβαλε, το οποίο οι ντόπιοι ονόμαζαν Καυσάθα».

Στον τέταρτο τόμο του έργου για τον Απολλώνιο τον Τυανέα ο Φιλόστρατος αναφέρεται σ’ έναν δαιμονισμένο. Ο δαιμονισμένος ήταν ένας νέος από αριστοκρατική γενιά που κρατούσε από τον Αλκίνοο της Κέρκυρας, τον βασιλιά που είχε φιλοξενήσει τον Οδυσσέα. Ο Απολλώνιος συζητούσε με κάποιους ανθρώπους για τον ορθό τρόπο που πρέπει να τελούνται οι σπονδές και ακούγοντάς τον ο νεαρός γέλασε: «Τον κοίταξε τότε και του είπε: ″Δεν είσαι εσύ αυτός που υβρίζει, αλλά ο δαίμονας που σε κατέχει χωρίς να το ξέρεις″. Πράγματι ο νεαρός είχε καταληφθεί από δαίμονα και γελούσε εκεί που κανένας άλλος δεν έβρισκε αστείο και έκλαιγε χωρίς αιτία, μεταβάλλοντας τη διάθεσή του, μιλούσε μόνος του και τραγουδούσε. Πολλοί θεωρούσαν την ορμή της νιότης αιτία αυτών, εκείνος όμως υποκινούταν από τον δαίμονα και φαινόταν σαν παρανοϊκός, αφού ήταν καταραμένος.

»Όταν τον κοίταξε ο Απολλώνιος το δαιμόνιο έβγαλε φωνή φοβισμένη και οργισμένη, σαν άνθρωπος που καίγεται ή βασανίζεται και ορκίστηκε ότι θα αφήσει τον νεαρό και δεν θα ξαναμπεί σε κανέναν άλλον άνθρωπο. Τότε εκείνος σαν κύριος που μιλούσε σε δούλο αναξιόπιστο, πανούργο, αναιδή και τα παρόμοια, του είπε με οργή και του πρόσταξε να δώσει απόδειξη ότι πράγματι θα τον απαλλάξει και του είπε: ″Θα ρίξω εκείνον τον ανδριάντα″, δείχνοντας προς τη βασιλική στοά, όπου εκεί διαδραματίζονταν αυτά. Ο ανδριάντας στην αρχή κουνήθηκε μετά έπεσε και δεν μπορούμε να γράψουμε για τον θόρυβο που ακολούθησε και το χειροκρότημα των παρευρισκομένων για το θαύμα. Ο νεαρός, αφού άνοιξε τα μάτια του τα έτριψε και κοίταξε προς τον ήλιο κι επειδή όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτόν, ντράπηκε. Το ασελγές ύφος και η άτακτη ματιά του είχανε χαθεί και επανήλθε στο κανονικό του σαν να είχε θεραπευτεί με φάρμακα. Άλλαξε λοιπόν τα ενδύματά του και τον συβαρίτικο τρόπο του κι έγινε εραστής της λιτότητας και του φιλοσοφικού τρίβωνα και υιοθέτησε τα ήθη του Απολλώνιου». Αυτήν την ιστορία μπορούμε να την εξηγήσουμε λογικά αν πετάξουμε από πάνω της κάθε τι υπερφυσικό, λέγοντας ότι πρόκειται για τη μετατροπή ενός ξεπεσμένου και ξιπασμένου αριστοκράτη, που φερόταν τρελά και παλαβά, σ’ έναν μάχιμο οπαδό της φιλοσοφίας.

Τέλος, στο έκτο βιβλίο για τον Απολλώνιο τον Τυανέα ο Φιλόστρατος γράφει για το ότι ο Απολλώνιος μαζί με τους μαθητές του ήθελαν να πάνε στις πηγές του Νείλου, αλλά φτάνοντας στους πρώτους καταρράκτες σταμάτησαν: «Το να ανέβουν τον δρόμο προς τις πρώτες πηγές ήταν λένε αδύνατο, αδύνατο και να το σκεφτούνε, πολλά άλλωστε λέγονται για τους δαίμονες, όπως και ο Πίνδαρος που με γνώση υμνεί τον δαίμονα που βρίσκεται στις πηγές για να διαφυλάξει την συμμετρία του Νείλου». Ο συγκεκριμένος δαίμονας του τόπου παρουσιάζεται σαν προστάτης και διαχειριστής της ροής του Νείλου.

Για να αντιληφθούμε την γένεση των δαιμόνων στη μυθολογία και το πέρασμά τους στο συλλογικό μας ασυνείδητο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιοι τόποι έχουν μερικά ιδιαίτερα χαρίσματα που βοηθούν τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει τις ικανότητές του ή να επιβιώνει ευκολότερα. Σε τέτοιους ιδιαίτερους τόπους οι αρχαίοι προσέδωσαν υπερφυσικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί η ιδέα του δαίμονα του τόπου και κατόπιν να σχηματοποιηθεί η ανάλογη θεωρία. Επίσης, κάποιοι άνθρωποι με φιλοδοξίες, πολιτικές, στρατηγικές, ακόμη και πνευματικές, θεωρήθηκαν θεόπνευστοι ή αγαπημένοι των θεών, που τα έργα και οι πράξεις τους έδωσαν κίνητρα στους υπόλοιπους, αλλά ήταν και κοινωφελή. Και αυτοί μετά τον θάνατό τους μεταλλάχθηκαν, από την αγάπη των ανθρώπων, σε προστάτες-εκδικητές δαίμονες. Είναι φυσικό λοιπόν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να αναπτυχθεί τόσο η φιλολογία γύρω απ’ αυτά τα φανταστικά πλάσματα, ώστε τελικά να θεωρηθούν αληθινά από τις κατοπινές γενιές. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι η λέξη δαίμονας έχει και διαφορετικές ερμηνείες σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Σήμερα με τη λέξη αυτή εννοούμε κάτι κακό και σίγουρα οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι κάτι ανύπαρκτο, αλλά μια απλή δεισιδαιμονία που έχει περάσει μέσα στους αιώνες, σαν μια πραγματικότητα, εξαιτίας της εκμετάλλευσης των ανθρώπων από τις θρησκείες. 

Το βιβλίο του Αντώνη Αντωνιάδη Παράξενες Διηγήσεις Αρχαίων Ελλήνων κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άλλωστε.