ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΙΛΑΝΕ ΜΕ ΤΙΣ ΦΑΛΑΙΝΕΣ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 4ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

Ο Harry Brower ήταν κατάκοιτος, σε μια νοσοκομειακή κλίνη στο  Anchorage της Αλάσκας. Βρισκόταν πολύ κοντά στο θάνατο, όταν τον επισκέφτηκε μια νεαρή φάλαινα. Αν και το σώμα του παρέμενε στο Anchorage, το νεαρό κήτος τον πήρε μαζί του σε ένα μακρινό ταξίδι, σε μια απόσταση χιλίων χιλιομέτρων στο μακρινό Βορρά, στο χωριό Utqiaġvik, εκεί όπου ζούσε η οικογένειά του. Πέταξαν μαζί πάνω από την πόλη και διέσχισαν την ασαφή εκείνη περιοχή όπου η τούντρα παραχωρεί τη θέση της στον Αρκτικό Ωκεανό. Εκεί, μέσα στον γαλάζιο και παγερό κόσμο της θάλασσας, ο  Brower είδε κυνηγούς της φυλής Iñupiat σ’  ένα κανό φτιαγμένο από δέρματα φώκιας, να περικυκλώνουν τη μητέρα της νεαρής φάλαινας.

Ο Brower ένιωσε το καμάκι να μπαίνει στο σώμα της φάλαινας. Αντίκρισε τα πρόσωπα  των ανδρών που επέβαιναν στο κανό, ανάμεσα τους και πρόσωπα των παιδιών του. Όταν ξύπνησε και πάλι στην νοσοκομειακή κλίνη, ήξερε ακριβώς ποιος ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τη φάλαινα, πως είχε πεθάνει εκείνο το κήτος, και σε ποιανού το κελάρι από πάγο φυλασσόταν το κρέας της. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, όλοι οι ισχυρισμοί του ήταν σωστοί.

Ο Brower έζησε άλλα έξι χρόνια ύστερα από εκείνο το παράξενο επεισόδιο, και πέθανε τελικά σε ηλικία 67 ετών το έτος 1992. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αφηγήθηκε την αλλόκοτη εμπειρία του σε χριστιανούς ιερείς και σε φαλαινοθήρες που ζούσαν στο Utqiaġvik. Αυτές οι συζητήσεις είχαν ένα απρόσμενο αποτέλεσμα: Υιοθετήθηκαν καινούργιοι κανόνες ως προς το κυνήγι των θηλυκών φαλαινών που έχουν μικρά παιδιά με σκοπό την πιο αποτελεσματική τους προστασία. «Εκείνη η φάλαινα μου μίλησε» ισχυριζόταν σε όλους ο Brower ο οποίος έγραψε τελικά μια συλλογή αυτοβιογραφικών ιστοριών με τον τίτλο «Οι φάλαινες, προσφέρουν τον εαυτό τους» (The Whales, They Give Themselves).

Μέχρι πρόσφατα οποιοσδήποτε επιστήμονας θα είχε απορρίψει αυτή την ιστορία ως το αποκύημα του παραληρήματος ενός πολύ άρρωστου γέροντα. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί έκφανση μιας πανάρχαιας δοξασίας που επιβιώνει ακόμα ανάμεσα στους λαούς του Αρκτικού κύκλου. Οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι άνθρωποι και φάλαινες μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους και να οικοδομήσουν μια σχέση πολύπλευρη και ουσιαστική, η οποία υπερβαίνει τα όρια της αλληλεπίδρασης ανάμεσα σ’ έναν θηρευτή και τη λεία του.

Αν και δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε αναπτύχθηκαν οι τεχνολογίες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να κυνηγάνε φάλαινες, σε γενικές γραμμές πιστεύεται ότι στις Αρκτικές ακτές της Αλάσκας, το κυνήγι της φάλαινας ξεκίνησε ανάμεσα στα έτη 6 00 μ.χ με 800 μ.χ. Μέχρι τότε, οι λαοί της Αρκτικής επιβίωναν κυνηγώντας φώκιες, καριμπού και θαλάσσιους λέοντες που ζούσαν στα όρια του ωκεανού.

Η εξάπλωση της φαλαινοθηρίας άλλαξε τη ζωή στο Βορρά. Για πρώτη φορά οι φαλαινοκυνηγοί μπορούσαν να φέρνουν αρκετό κρέας ώστε να τρέφεται ολόκληρο το χωριό τους. Μόνιμοι οικισμοί άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε μέρη όπως το Utqiaġvik όπου εμφανίζονταν συχνά φάλαινες. Οι κοινωνικές δομές των κατοίκων του Αρκτικού κύκλου άλλαξαν εξίσου δραστικά καθώς οι επιτυχημένοι φαλαινοθήρες συγκέντρωναν πλούτο, γίνονταν καπετάνιοι και ανελάμβαναν προνομιούχες θέσεις στις καινούργιες ιεραρχικές δομές που δημιουργούσαν. Πολύ γρήγορα η φαλαινοθηρία μεταμορφώθηκε στο επίκεντρο της καθημερινής ζωής αλλά και του πνευματικού πολιτισμού εκείνων των ανθρώπων και οι φάλαινες μετατράπηκαν σε κεντρικά σύμβολα και στα θεμέλια της κοσμοθεωρίας τους.

Όταν οι πρώτοι αγρότες Ευρωπαίοι άρχισαν να επισκέπτονται και να περιγράφουν τους τόπους του Βορρά τον 10ο αιώνα μχ, γοητεύτηκαν από τη σχέση που είχαν αναπτύξει οι ιθαγενείς κάτοικοι με τις φάλαινες. Στα μεσαιωνικά χειρόγραφα, οι Αρκτικοί τόποι περιγράφονται ως χώρες όπου ζουσαν κακόβουλα «τερατώδη ψάρια» που οι ντόπιοι μπορούσαν να τα καλέσουν χρησιμοποιώντας μαγικές δυνάμεις και ακατανόητα ξόρκια.  Ακόμα και όταν οι εξερευνητές και οι ιεραπόστολοι της Δύσης επέστρεφαν με λεπτομερέστατες περιγραφές για το πώς οι ντόπιοι κυνηγούσαν τις φάλαινες, τις έσφαζαν και μοιράζονταν το κρέας τους, εκείνη η αίσθηση του μεταφυσικού που τους περιέβαλλε, δεν υποχωρούσε. Ακόμα και το έτος 1938, όταν η αμερικανίδα ανθρωπολόγος Margaret Lantis ανέλυσε εκείνες τις διάσπαρτες εθνολογικές αφηγήσεις, συμπέρανε ότι οι ντόπιοι Inuit ακολουθούσαν μέχρι τις μέρες της μια παράξενη «λατρεία των φαλαινών.»

Η Lantis εντόπισε την ύπαρξη διαδομένων ταμπού και τελετουργιών που στόχο τους είχαν την ισχυροποίηση της σχέσης ανάμεσα στους ανθρώπους και τις φάλαινες. Σε πολλά μέρη προσφέρονταν σε μια φάλαινα που είχε σκοτωθεί μια κούπα με φρέσκο νερό, ένα γεύμα, καθώς και ταξιδιωτικοί σάκοι για να διασφαλιστεί το ταξίδι της στην πνευματική της πατρίδα. Μοναχικοί φαλαινοθήρες είχαν εφεύρει τα δικά τους τραγούδια για να καλούν τις φάλαινες. Πολλοί  Σαμάνοι (Μάγοι-θεραπευτές-Ιερείς) εκτελούσαν θρησκευτικές τελετές μέσα σε κύκλους κατασκευασμένους από οστά φαλαινών. Αγαλματίδια από κόκαλα φαλαινών που τις απεικόνιζαν με εκπληκτική ακρίβεια περνούσαν από πατέρα σε γιό στις οικογένειες των φαλαινοκυνηγών.

Γνωρίζουμε πλέον, από προφορικές αφηγήσεις που διασώθηκαν από τον 19ο αιώνα ότι τέτοια φυλαχτά  τοποθετούνταν κάτω από τις βάρκες των φαλαινοθήρων έτσι ώστε να αντικρίζουν τα βάθη της θάλασσας. Η λογική αυτής της πρακτικής ήταν ότι οι φάλαινες θα κολακεύονταν από την ομοιότητα που είχε το φυλαχτό με την πραγματική τους μορφή οπότε θα πλησίαζαν τις βάρκες. Επομένως, εκείνα τα τεχνουργήματα δεν είχαν κατασκευαστεί για χάρη τρων ανθρώπων αλλά για χάρη των φαλαινών—για να τις ευχαριστήσουν.

Οι κάτοικοι του νησιού St. Lawrence μιλάνε ακόμα για φάλαινες που κολυμπάνε επί μια ολόκληρη ώρα κάτω από τις βάρκες των κυνηγών για να εξετάσουν τα φυλαχτά και τα πρόσωπα των ανθρώπων που βρίσκονται επάνω της.  Αν η βάρκα είναι καθαρή, το φυλαχτό καλοφτιαγμένο και οι άνθρωποι δείχνουν τον ενδεδειγμένο σεβασμό, η φάλαινα θα αφεθεί να καμακωθεί. .Αν όμως το φυλαχτό είναι κακοφτιαγμένο και η βάρκα βρώμικη, τότε η φάλαινα θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι που την κυνηγάνε είναι τεμπέληδες και αμελείς και θα κολυμπήσει μακριά. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις εκείνων των κυνηγών, οι φάλαινες έχουν αυτιά και συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι. Η πρώτη ομάδα φαλαινών θα ελέγξει ποιοι φαλαινοθήρες είναι πιο σεβαστικοί, και μετά θα επιστρέψουν στο κοπάδι τους για να τους πούνε τα καθέκαστα.

Η πεποίθηση ότι οι φάλαινες έχουν νοημοσύνη και μπορούν να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους στους ανθρώπους δεν περιορίζεται στην περιοχή του Αρκτικού κύκλου. Νοτιότερα από εκεί, στην χερσόνησο Olympic της Washington καθώς και στη νήσο  Βανκούβερ της Βρετανικής Columbia οι ιθαγενείς φαλαινοκυνηγοί επιδίδονται σε περίπλοκες τελετές που διαρκούν οκτώ μήνες και σκοπό έχουν να κοινοποιήσουν μέσω κάποιας μυστηριώδους γλώσσας γνωστής στις φάλαινες το σεβασμό τους προς αυτές. Κολυμπάνε σε ιδιαίτερα σημεία, προσεύχονται, μιλάνε χαμηλόφωνα και αποφεύγουν να κάνουν ξαφνικές και απότομες κινήσεις που μπορεί να προσβάλλουν τις φάλαινες. Πριν το κυνήγι, τραγουδάνε ένα ψαλμό που παρακαλάει τις φάλαινες να παραδώσουν τους εαυτούς τους.

Στις αρκτικές κουλτούρες λοιπόν οι φάλαινες δεν θηρεύονται απλά, αντίθετα, προσφέρουν οικειοθελώς τους εαυτούς τους στις φυλές των ανθρώπων. Ακόμα πιο σημαντικό, μια φάλαινα που προσφέρει το σώμα της δεν καταδικάζεται απλά σε θάνατο. Επιλέγει να παραδοθεί μόνο σε εκείνους τους κυνηγούς που με τη σωστή συμπεριφορά τους και την πιστή τήρηση των κατάλληλων τελετουργιών, θα της επιτρέψουν να ξαναγεννηθεί. Τα μέλη της φυλής των Yupik για παράδειγμα, θεωρούν ότι οι φάλαινες beluga μια φορά και έναν καιρό ζούσαν στη στεριά (αυτή η πεποίθηση έχει επιβεβαιωθεί ως ορθή από σύγχρονες παλαιοντολογικές ανακαλύψεις) και ότι νοσταλγούν τη ζωή τους πάνω τη γη. Ως αντάλλαγμα της προσφοράς της στην φυλή των Yupik, μια φάλαινα απαιτεί τα οστά της να τιμηθούν τελετουργικά έτσι ώστε να μετενσαρκωθεί σε ζώο της ξηράς.

Ενώ ο Δυτικός Πολιτισμός εξημέρωσε και τελικά υποβίβασε τα ζώα σε βιομηχανικά προϊόντα, στις Αρκτικές κουλτούρες το κυνήγι ήταν ένας αγώνας ανάμεσα σε ίσους αντιπάλους. Δίποδοι άνθρωποι με πρωτόγονο εξοπλισμό αντιμετώπιζαν ζώα με μέγεθος μέχρι και χίλιες φορές μεγαλύτερο του δικού τους τα οποία ήταν προικισμένα με συναισθήματα και σκέψεις. Οι κάτοικοι του μακρινού Βορρά πίστευαν ότι οι φάλαινες ζούσαν σε μια υποβρύχια κοινωνία παρόμοια με αυτή των ανθρώπων.

Παρόμοιες πεποιθήσεις καθόριζαν τις σχέσεις ανθρώπων και ζώων σε όλες τις νομαδικές κοινωνίες που ανέπτυξε το ανθρώπινο είδος κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Για παράδειγμα, έχουν βρεθεί προϊστορικά φυλαχτά αρκούδων που υπονοούν ότι  οι πρόγονοί μας πίστευαν πως τα συγκεκριμένα ζώα διέθεταν νοημοσύνη καθώς και την ικανότητα να επικοινωνούν με τους ανθρώπους ενώ οι Εσκιμώοι πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι οι θαλάσσιοι λέοντες μπορούν να τους ακούσουν όταν μιλάνε, να καταλάβουν τι λένε και να αντιδράσουν ανάλογα.

Ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτές οι πεποιθήσεις βασίζονται σε κάποια αντικειμενική αλήθεια, σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις επιβεβαιώνουν τη λογική πάνω στην οποία έχουν οικοδομηθεί. Για παράδειγμα, πολλοί επιστήμονες αποδέχονται πλέον το γεγονός ότι πολλά κήτη έχουν αναπτύξει τη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα, μια λέξη που μέχρι πρόσφατα αποδίδονταν αποκλειστικά και μόνο στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Ως κουλτούρα ορίζεται κάθε είδους κοινωνικής μόρφωσης  η οποία μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Για παράδειγμα, οι φάλαινες του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού τραγουδάνε διαφορετικά από τις φάλαινες του Ατλαντικού Ωκεανού κοντά στη  Γροιλανδία κατά τον ίδιο τρόπο που ανθρώπινες φυλές που ζουν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου έχουν αναπτύξει διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα και μουσικές τεχνοτροπίες. Επίσης, ομάδες από όρκες Νότια της νήσου Βανκούβερ χαιρετάνε διαφορετικά η μια την άλλη από εκείνες που ζουν στα νερά που βρίσκονται στα βόρεια του ίδιου νησιού αν και οι δυο εκείνες ομάδες είναι γενετικά πανομοιότυπες και οι περιοχές δραστηριοποίησής τους εφάπτονται. Οι νεαρές φάλαινες αναπτύσσουν πολύ ισχυρούς δεσμούς με τις μητέρες τους και ζουν πολλά χρόνια μαζί τους μαθαίνοντας από αυτές. Επίσης, διδάσκονται πώς να βοηθούν η μια την άλλη και πώς να υπερασπίζονται μαζί ολόκληρη την αγέλη.  Εξάλλου οι φάλαινες είναι κοινωνικά πλάσματα που ζουν πολλά χρόνια: Το 2007 βρέθηκε στο σώμα μιας φάλαινας η αιχμή ενός καμακιού που είχε κατασκευαστεί κατά τη χρονική περίοδο 1879-1885, πράγμα που σημαίνει ότι το εν λόγω κήτος είχε επιζήσει για 117 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που είχε δεχτεί εκείνη την επίθεση.

Αλλά και άλλες δοξασίες των λαών του Βορρά αποδείχτηκαν πρόσφατα εξίσου βάσιμες: Για παράδειγμα, για πολλά χρόνια οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι φάλαινες δεν έχουν την αίσθηση της οσμής ενώ οι Εσκιμώοι αντίθετα, πιστεύουν ότι η οσμή του καμένου ξύλου τις διώχνει. Τελικά αποδείχτηκε ότι όντως οι φάλαινες διαθέτουν όσφρηση.

Φυσικά, τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν αποδεικνύει ότι οι φάλαινες παραδίδονται οικειοθελώς στους ανθρώπους για να σκοτωθούν. Αλλά κανείς δεν αμφισβητεί πλέον το γεγονός ότι έχουν αναπτύξει το δικό τους υποβρύχιο πολιτισμό και ότι είναι σε θέση να επικοινωνήσουν με όποιον άνθρωπο έχει τη διάθεση να τις ακούσει, και να του πουν ποιες είναι οι επιθυμίες και οι ανάγκες τους.

Και τώρα ας επιστρέψουμε στον κύριο Brower και το παράξενο όραμα που βίωσε εκείνη την ημέρα που βρίσκονταν κατάκοιτος στο νοσοκομείο του Anchorage της Αλάσκας. Ο ίδιος πίστευε λοιπόν ότι οι φάλαινες ακούνε τους ανθρώπους και ότι ο φυσικός κόσμος βρίθει από νοημοσύνη και από τα πνεύματα των ζώων. Πίστευε επίσης ότι ο ανεξήγητος εκείνος δεσμός που ένιωθε με τις φάλαινες μπορούσε να εξηγηθεί μονάχα από την ύπαρξη τέτοιου είδους πνευμάτων. Θεωρούσε ότι εκείνο το βράδυ του 1986, η επίσκεψη της νεαρής φάλαινας είχε σκοπό να του αποδείξει ότι η πανάρχαια σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και τις φάλαινες μπορούσε να επιβιώσει για χάρη των γενεών του μέλλοντος.  Λίγο πριν πεθάνει, είπε στη βιογράφο του, την Karen Brewster ότι αν και αποδέχονταν την ύπαρξη του χριστιανικού παραδείσου, ο ίδιος ήταν προορισμένος να πάει αλλού, να ξαναγεννηθεί στον κόσμο των φαλαινών «στο καλύτερο δυνατό μέρος όπου θα μπορώ να θρέψω τους ανθρώπους μου για μια ακόμα φορά.»

Αν και δεν θα μάθουμε πότε αν πέτυχε πραγματικά αυτό που αποζητούσε, η βαθιά κατανόηση που είχε αποκομίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ως προς τη φύση και τη συμπεριφορά των φαλαινών, βοήθησε τους συνανθρώπους του να διατηρήσουν τον πανάρχαιο δεσμό που σφυρηλάτησαν μαζί τους. Μέχρι σήμερα, το ημερολογιακό εμπάργκο που εγκαινίασε σε σχέση με το κυνήγι των μικρών φαλαινών την περίοδο της άνοιξης τηρείται πιστά και οι πληθυσμοί των λαών του αρκτικού κύκλου εξακολουθούν να τρέφονται, υλικά και πνευματικά, από εκείνα τα μεγαλόπρεπα και θαυμαστά κήτη.