Η διαχρονική μαγεία του Πεντελικού όρους Οι θρύλοι της Πεντέλης που απέπνεαν ξεκάθαρα την αίσθηση του υπερφυσικού και του αλλόκοτου.

Γράφει ο ερευνητής Νίκος Αποστολόπουλος

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη στο 5ο τεύχος του περιοδικού 

Το Πεντελικό (ή Πεντέλη) είναι όρος της Αττικής σε σχήμα πυραμίδας και μέγιστο υψόμετρο 1.109 μέτρων που οριοθετεί το λεκανοπέδιο των Αθηνών στα νοτιοδυτικά, από την Πεδιάδα του Μαραθώνα στα βορειοανατολικά και την κοιλάδα της Μεσογαίας στα νότια, ενώ ανατολικά βρέχεται από τον Κόλπο των Πεταλιών. Ο Βριλησσός, όπως αποκαλείτο αρχικά, σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα, λέξη προφανώς Πελασγική, χαρακτηρίζεται για τα λευκά και σκληρά του πετρώματα, αλλά και τα πλούσια πευκοδάση που τον περιβάλλουν σε χαμηλότερο υψόμετρο, καθώς και τα δροσερά νερά που αναβλύζουν προς πάσα κατεύθυνση. Η Πεντέλη όμως δεν αποτελεί μονάχα μια απλή γεωλογική και γεωγραφική αναφορά, αλλά αναδεικνύει και εκπέμπει μια σειρά σημαντικών παραμέτρων που σε προκαλούν να τις εξερευνήσεις. Είναι ένα όρος που η σημειολογία του σηματοδοτεί «ταξίδια» μακρινά στα βάθη του ιστορικού χρόνου, εκεί που η ιστορική απόδειξη συναντά την ομίχλη της παράδοσης, της λαογραφίας, και του θρύλου. Η Πεντέλη είναι ο νούμερο ένα γνήσιος τόπος υψηλού μυστηρίου στην Αττική, και μάλιστα ένας τόπος που έχει να δώσει πολλά στο σύγχρονο ερευνητή. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε επισκεφτεί αρκετές φορές την Πεντέλη ιχνηλατώντας τα μυστήρια της, ενώ οποιοσδήποτε νέος ερευνητής ξεκινάει να ασχολείται με αυτά τα θέματα, το πρώτο – και πολλές φορές το… τελευταίο- που κάνει είναι να εξαντλεί τις δυνάμεις και τις προσπάθειες του στην περιβόητη σπηλιά του Νταβέλη. Ήδη από πολύ παλιά, οι ξυλοκόποι και οι μελισσοκόμοι της Πεντέλης διηγούνταν  ιστορίες για παράξενες οντότητες, αιθερικά όντα, οπτασίες και στοιχειώματα, μαγικές τελετές, πύλες προς άλλες διαστάσεις, και όλα εκείνα τα παράξενα φαινόμενα που πρώτος μίλησε ο Τσαρλς Φορτ.

Τα υπερφυσικά φαινόμενα της Πεντέλης

Στην Πεντέλη, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, διασώζονταν ορισμένοι θρύλοι οι οποίοι μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά μέχρι τις ημέρες μας, χωρίς να σβήσουν και να ξεθωριάσουν στο πέρασμα του χρόνου, ενώ συνδέθηκαν με τη ζωή του λαού, δημιούργησαν διάφορα συναισθήματα, και αγαπήθηκαν πολύ. Από τον Νικόλαο Πολίτη, που θωρείται ως ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα, διαβάζουμε μια παλιά διήγηση για μια παπαδοπούλα που κατοικούσε στο χωριό του Χαλανδρίου. 

Η θυγατέρα του παπά του χωριού, ένα κορίτσι δώδεκα έως δεκατριών χρονών, αν και την αγαπούσαν πολύ οι γονείς της και της έκαναν ότι ήθελε, φαινόταν πάντοτε θλιμμένη και μελαγχολική και όταν μπορούσε έφευγε από το χωριό και πήγαινε στο βουνό στην Μεντέλη (έτσι ονόμαζαν την Πεντέλη οι κάτοικοι των Μεσογείων), μέσα στα ρουμάνια. Εκεί έμενε από την αυγή του θεού ως τη νύχτα. Πολλές φορές πετούσε το πανωφόρι της και έζωνε καλά ένα κοντό φουστανάκι που φορούσε μονάχα για να είναι πιο ελεύθερη να πηδά. Οι γονείς της λυπόνταν πολύ που την έβλεπαν έτσι, μα δεν μπορούσαν να την εμποδίσουν γιατί καταλάβαιναν πως ήταν οι Νεράιδες που την τραβούσαν. Ο παπάς, ο πατέρας της, συχνά την πήγαινε στην εκκλησία και της διάβαζε ευχές μα δεν την έκανε καλά. Όσο πέρναγε ο καιρός μαράζωνε, ώσπου πέθανε, γιατί οι Νεράιδες την ήθελαν. Λίγες ημέρες ύστερα από το θάνατο της πολλοί χωρικοί την είδαν μέσα στο χορό των νεράιδων». 

Η λαογράφος Αγγελική Τσεβά, μέσα από συζητήσεις που είχε με τις εναπομείναντες οικογένειες Κορωπιωτών που εργάζονταν τους θερινούς μήνες για τη συλλογή ρετσινιού, κατέγραψε τους θρύλους που γεννήθηκαν από τη διαμονή τους στα δάση: ««Ο ήλιος είχε γείρει για τα καλά. Κουρνιάσανε στις καλύβες τους οι εργάτες. Φάγανε ψωμί γρήγορα-γρήγορα, και μετά οι άνδρες έφυγαν. Κάθε βράδυ συναντιόντουσαν όλοι μαζί, πίναν τη ρετσίνα τους και τα λέγανε. Ενώ στις καλύβες οι γυναίκες ετοίμαζαν τα απαραίτητα της άλλης μέρας. Έτσι κι απόψε κατέβασαν μερικά ποτήρια, ήρθαν στο κέφι κι άρχισαν το τραγούδι. Το πρώτο τραγούδι ήταν αρβανίτικο και το ’παν για τον νεαρό Κορωπιώτη που ’ταν αρραβωνιασμένος. [...] Ήθελαν να πουν κι άλλα τραγούδια μα κάτι τους σταμάτησε. Ακούστηκαν κάπου εκεί κοντά τους κλαρίνα, νταούλια, σαντούρια, γέλια λες και γινόταν κάποιο γλέντι. Τέτοια όργανα και φωνές άκουγαν συχνά, όλα τα χρόνια μα κανένας δεν έβλεπε τίποτα. Κι έλεγαν μόνοι τους. Χορεύουν τα αγερικά (οι νεράιδες – οι λάμιες). Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι μας ο ένας κοντά στον άλλον κι άρχισαν να συζητάνε για τα ανεξήγητα φαινόμενα που συνάντησαν στο βουνό της Πεντέλης. Αρχίζει κάποιος. Πριν δύο μέρες πήγα στο Κατσουλέθρι για ρετσίνι. [...] Πήγα πολύ πρωί. Είπα να κοιμηθώ λίγο μέχρι να χαράξει. Δεν θα ’χε περάσει πολύ ώρα και ξύπνησα από ένα νανούρισμα. Τότε αντίκρυσα μπροστά μου ένα πανύψηλο και ολόγυμνο άνδρα. Το μόνο που φορούσε ήταν ένα τεράστιο καπέλο που είχε σχήμα μανιταριού. Σηκώθηκα και τότε αυτός έφυγε τρέχοντας μέσα στο δάσος ουρλιάζοντας. Η γυναίκα μου λέει κάποιος άλλος χθες κατά τη μια το μεσημέρι πέρναγε μπροστά από το παλάτι της Δούκισσας. Παντού ερημιά. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα φόβου. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της σε απόσταση περίπου 50 μέτρα ένα κοριτσάκι, που δεν το ’κανε πάνω από δέκα χρόνια, να έρχεται προς το μέρος της. Τα μαλλιά του ήσαν μακριά και τεντωμένα προς τα πάνω λες και κάποιος μαγνήτης τα τράβαγε. Δεν πρόλαβε να ψάξει πολύ το θέμα και ένας ανεμοστρόβιλος τύλιξε το παιδί και χάθηκαν μαζί σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι που ήταν κάπου εκεί». 

Η περιγραφή που ακολουθεί, πάντα από την Α. Τσεβά, θυμίζει τη σύγχρονη λογοτεχνία των ΑΤΙΑ, ένα φαινόμενο πολύπλοκο και πολύπλευρο, με άγνωστη αρχή και αβέβαιο τέλος: « Θυμόμαστε, λέει κάποιος άλλος τον βλάχο που βόσκει εδώ στη Μεντέλη τα πρόβατα και που τον λέγανε τρελλό. Θα σας πω εγώ γιατί τον λένε τρελό! Μια μέρα εκεί που έβοσκε τα πρόβατά του, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα πολύ μεγάλο πράγμα σαν μανιτάρι που είχε φώτα γύρω-γύρω, και να προσγειώνεται σε μικρή απόσταση μπροστά του. Άνοιξαν κάτι πόρτες και βγήκαν δύο άνθρωποι που μοιάζανε με δύτες. Του μιλήσανε λέει με τη σκέψη. Του ζήτησαν να πάει μαζί τους. Εκείνος όμως αρνήθηκε κι αυτοί έφυγαν λέγοντας πως θα ξανάρθουν. Όπου τόλμησε να πεί το περιστατικό τον είπαν τρελλό». 

Στο τέλος του κειμένου η Α. Τσεβά σημειώνει εμφαντικά: «Τα ανεξήγητα περιστατικά δεν σταμάτησαν ποτέ να συμβαίνουν στο βουνό της Πεντέλης, ακόμη και σήμερα και να αποτελούν ένα πρόσθετο λαογραφικό υλικό σχετικό με τις λαϊκές προλήψεις».

Ένα κείμενο που προέρχεται από τον Αθανάσιο Ξανθόπουλο (Πάνειος), και περιγράφει την εκδρομή στην Πεντέλη πέντε ορειβατών το 1885 για να δουν την ανατολή του ηλίου είναι συγκλονιστική:

 «Απελαμβάναμε το λυκαυγές ανεπνέομεν αέρα καθαρό και ψυχική αγαλλίαση. Μετ' ολίγου διακρίναμε τα πρώτα σημεία της ανατολής του ηλίου. Φλογώδη κύματα αναδυόμενα από της θαλάσσης διεσκορπίζοντο είς τον ορίζοντα με καταπληκτική ταχύτητα. Κατόπιν διεκρίνετο είς πυριφλεγής όγκος σχηματίζων μεγάλον πίθον περιβεβλημένων με ζώνας! Απροσδόκητο θέαμα! Οφθαλμαπάτη! Αμέσως κατέρυθρος στρογγυλή σφαίρα ήτις εφαίνετο ως να περιστρέφετο! Ονειρώδης οπτασία ανωτέρα πάσης περιγραφής. Το μεγαλοπρεπές και εκθαμβωτικό κάλλος της φύσεως ήτο ανυπέρβλητο. Ησθανθήκαμε όλοι ανέκφραστο ευχαρίστηση. Τελευταίο όραμα ήτο η σκιά του Πεντελικού όρους η οποία εξετείνοτο μέχρι του λιμένους Πειραιώς». 

Όμως η Πεντέλη κάποτε είχε και μια λίμνη που σήμερα έχει εξαφανιστεί αφού την δεκαετία του ’60  μπαζώθηκε. Την αποκαλούσαν  «Βουλισμένη» και «Μαγεμένη Λίμνη». Η επίσημη ονομασία της όμως ήταν Θάλωσι και είχε φανατικούς επισκέπτες δυτικά της Νέας Πεντέλης. Οι παλιοί Πεντελιώτες, ισχυρίζονταν πως η λίμνη ήταν «στοιχειωμένη», ένας τόπος όπου «κακές» Νεράιδες και Λάμιες κάνουν την εμφάνισή τους εκεί για να βλάψουν τους ανθρώπους. Ο Γεώργιος Χατζησωτηρίου αναφέρει σχετικά: «Ένα από τα παράξενα της Πεντέλης είναι ότι είχε κάποτε, ακόμα μέχρι εδώ και μισό αιώνα, λίμνη. Μάλιστα αγαπητοί μου! Λίμνη μικρή βέβαια και όχι βαθιά. Λεγόταν Θάλωσσι ή Θαλάσσι και βρισκόταν ελάχιστα χλμ, δυτικότερα της Νέας Πεντέλης. Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχει ή γεμίζει η λίμνη με νερό, ύστερα από βροχές. Ούτε την είχα δει. Όμως έχω ακούσει για αυτήν. Περιβάλλεται με θρύλους. Ότι ήταν γιομάτη από Λάμιες και Νεράιδες. Λίμνη κακιά, αφού καταπίνει ή πνίγει ανθρώπους. Έτσι τουλάχιστον μου αφηγήθηκαν παλιοί τσοπάνηδες του χωριού μου, ο Γερο-Μιστόκλης ο Σπανός και ο Χρήστος Μεγαγιάννης». 

Και πάλι ο Νικόλαος Πολίτης μας πληροφορεί ότι στο βάλτο που είναι στο Κάτω Σούλι, μια λίμνη λέγεται Δρακονέρα, και το βουνό που είναι κοντά, της Δρακονέρας το βουνό. Σ’ αυτό λίγο ψηλότερα από το βάλτο είναι μια σπηλιά μικρή, που από εκεί μέσα βγαίνει ένα στοιχειό. Γι’ αυτό δεν πλησιάζει κανείς να μπει μέσα, εκτός αν είναι πολλοί κι αρματωμένοι. Όμως η Πεντέλη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ανεξάντλητη πηγή μυστηρίου αφού οι ιστορίες με υπερφυσικά όντα δεν περιορίζονται μόνο στους προηγούμενους αιώνες, αλλά και στην σύγχρονη εποχή. 

Στα μέσα του 1977 η δεσποινίς Β.Μ. και ο κύριος και η κυρία Λ.Χ. ανέβαιναν για βόλτα στην Πεντέλη, όταν πρόσεξαν ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο σε ένα σημείο που ήταν αδύνατο να φτάσει χωρίς να τσακιστεί. Όταν ανέβηκαν να ρίξουν μια ματιά, παρατήρησαν μερικά παράξενα ελλειψοειδή ίχνη πάνω στο χιόνι. Ταυτόχρονα ή κοπέλα –που είχε απομακρυνθεί λίγο- άρχισε να βγάζει φοβισμένες κραυγές ενώ έτρεχε πίσω στο αυτοκίνητο. Αργότερα, όταν συνήλθε, ανέφερε πως είχε δει ένα παράξενο μικρόσωμο πλάσμα εντελώς λευκό, και περίπου ωοειδές. Ακόμα, πάνω στο κεφάλι, που δεν φαινόταν να ξεχωρίζει από το σώμα, υπήρχαν δύο πελώρια λαμπερά μάτια. Έγιναν κι άλλες επισκέψεις στην περιοχή και, σε μια απ’ αυτές, οι φίλοι μας έφτασαν μέχρι την είσοδο των εγκαταστάσεων, που συνάντησαν μερικούς στρατιωτικούς που τους έλεγξαν. Κατά την διάρκεια του ελέγχου βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν με έναν σμηνίτη για το θέμα του σταματημένου αυτοκινήτου. Αυτός φάνηκε να ξέρει την περίπτωση αλλά αρνήθηκε να μιλήσει περισσότερο. Είπε μόνο: «Δεν ξέρουμε, μη ρωτάτε. Τι να σας πω… Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα. Είμαστε άνω κάτω. Μας έχουν κόψει και τις άδειες… Τις νύχτες βλέπουμε φωτιές… κινούμενους βράχους… ακούμε φωνές… εμφανίζονται περίεργοι άνθρωποι…». 

Άλλη μια υπερφυσική εμπειρία αναφέρθηκε από τον άντρα της παρέας. Καθόταν στο αυτοκίνητο μαζί με την γυναίκα του, όταν ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή και έπεσε πάνω της. Περιέγραψε πως είδε δίπλα του μια τεράστια μαύρη σφαίρα σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά, να περιστρέφεται γρήγορα. Φαινόταν «τριχωτή» ή φτιαγμένη από «μαύρο καπνό». Την ίδια στιγμή ένιωσε κάτι να προσπαθεί να μπει στο μυαλό του, ενώ η σφαίρα εξαφανιζόταν από το κλειστό τζάμι του αυτοκινήτου. Η γυναίκα του ανέφερε πως δεν είχε δει τίποτα. 

Την προσωπική του εμπειρία με περίεργους ανθρώπους θα αναφέρει και  ο ερευνητής Γεράσιμος Νοδάρος σε άρθρο του στο περιοδικό Αστρικός Κόσμος το 1983. Κατεβαίνοντας από το βουνό της Πεντέλης, στα μισά της διαδρομής, και ενώ η νύχτα είχα αρχίσει να πέφτει: «σε απόσταση 30 μέτρων περίπου, ένας άνθρωπος έκανε την εμφάνιση του. Με απαλές κινήσεις και παράξενο βάδισμα, σαν χοροπηδητό, προχώρησε από πάνω, μπήκε στα δέντρα και χάθηκε. Τρομοκρατημένος το ανέφερα στους άλλους της παρέας. Με κοίταξαν μ’ ένα βλέμμα λύπης, σίγουροι ότι είχα τρελλαθεί. Προχωρήσαμε γι ‘άλλα 20μ. όταν διακρίναμε τον «φίλο». Μείναμε τρομοκρατημένοι, στην θέση μας. Αναγκαστικά περάσαμε από μπροστά του, μια και δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ήταν ένας τύπος με μέτριο ανάστημα, αρκετά εύσωμος, και παράξενη στάση. Είχε τα πόδια του ανοιχτά, και τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του. Ήταν τελείως ακίνητος και κανένα διακριτικό από το πρόσωπο του δεν φαινόταν. Ήταν τελείως κατάμαυρος, εκτός από κάτι που λαμπύριζε, κάτι σαν τούφες μαλλιά, δεξιά και αριστερά στο κεφάλι του. Αμίλητος εντελώς, μας παρατηρούσε! Κατεβήκαμε το βουνό σε χρόνο ρεκόρ. Η παρουσία του ήταν αινιγματική , το ίδιο και η συμπεριφορά του. Αν δεχτούμε ότι ήταν φυσιολογικός άνθρωπος που έτυχε να βρίσκεται εκεί, γιατί βγήκε μ’ αυτό τον τρόπο μπροστά μας;» 

Η παρακάτω αναφορά προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα Βαγγέλη Ζήση, και το βιβλίο του «ΠΕΝΤΕΛΗ, Ιστορία, Θρύλοι, Μυστήρια». Ένα βράδυ τον Ιανουάριο του 1980 μια παρέα τεσσάρων ατόμων, αποτελούμενη από τον ερευνητή-συγγραφέα Δημήτρη Κουτσούκη, έναν τέως υπουργό Εργασίας, και δύο γυναίκες, επισκέφτηκαν την σπηλιά της Πεντέλης, και παρ’ όλο που γνώριζαν το πέπλο μυστηρίου που την κάλυπτε, κανένας τους δεν περίμενε τα όσα ακολούθησαν. Όταν έφτασαν, οι άντρες στάθηκαν στο στόμιο και οι γυναίκες προχώρησαν άφοβα στο εσωτερικό. Η μια από αυτές αφηγείται: «Ξαφνικά άρχισε να φαίνεται ένα αμυδρό φως κάπου στο βάθος. Είδαμε δύο μικρόσωμα ανθρωπάκια να πλησιάζουν. Το ένα σταμάτησε σε κάποια απόσταση και το άλλο ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Από εκείνη την στιγμή δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Έμεινα σαν πετρωμένη. Ευτυχώς που τα είδαν κι οι άλλοι γιατί θα έλεγα πως είχα τρελαθεί. Οι δύο άντρες έμειναν πίσω μας ακίνητοι. Το ανθρωποειδές φορούσε μια μονοκόμματη κιτρινωπή φορεσιά κι έλεγε κάτι ακατάληπτα «τα-τα-τα». Το κοίταζα συνέχεια. Δεν θυμάμαι κανένα χαρακτηριστικό του. Μονάχα τα μάτια του. Εκεί καρφώθηκα και δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου. Σταμάτησε επίσης και το μυαλό μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα απολύτως. Αυτό συνεχίστηκε και για αρκετή ώρα από το περιστατικό». Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, και ίσως του επικείμενου κινδύνου, η κοπέλα ξύπνησε από το λήθαργο όταν την τράβηξε η φίλη της και μαζί υποχώρησαν τρέχοντας. Οι υπόλοιποι μάρτυρες είπαν ότι εκείνη την στιγμή, τα μαλλιά της είχαν σηκωθεί όρθια σαν βελόνες. Μάλιστα, ο πανικόβλητος υπουργός χαρακτήρισε τα αλλόκοσμα ανθρωποειδή ως «σατανάδες», ενώ λίγο νωρίτερα είχε κάνει την αινιγματική δήλωση ότι «χαλάσαμε τους δρόμους  για να μην μπορεί να πηγαίνει ο κόσμος στη σπηλιά. Όλα γίνονται με απόλυτη μυστικότητα»! 

Τελευταία αφήσαμε, τι άλλο; Την Σοφί ντε Μαρμπουά – Λεμπρέν, γνωστή με τον τίτλο που έφερε, ως Δούκισσα της Πλακεντίας, και για την οποία οι Αθηναίοι είχαν την τάση να αποδίδουν υπερφυσικές ιδιότητες. Μια Γαλλίδα ντυμένη στα λευκά, σαν αρχαία ιέρεια ή νεράιδα, με ένα άκρως μυστηριώδη χαρακτήρα και αλλόκοτες πράξεις, όπως το να ταριχεύσει το σώμα της νεκρής κόρης της και να συνομιλεί μαζί της σαν να είναι ζωντανή. Η εικόνα που έδινε η Δούκισσα στους Αθηναίους, καθώς και σε όσους τη συναναστρέφονταν, περιγράφεται από τον ιστορικό ερευνητή Γιάννη Καιροφύλλα: «Η ζωή της ήταν γεμάτη μυστήριο. Άφηνε πάντα πολλά ερωτηματικά να αιωρούνται γύρω της. Ερωτηματικά που έκαναν την υψηλή κοινωνία που συναναστρεφόταν, αλλά και τον απλό κόσμο που την γνώρισε, να προσπαθούν με κάθε τρόπο να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα. Αλλά μάταια. Ένα πυκνό σκοτάδι απλωνόταν παντού, σε όλες τις κινήσεις της, σε κάθε ενέργεια της. Σε όλα υπήρχε ένα μεγάλο ερωτηματικό. Μερικοί έλεγαν ότι δεν πρέπει να είναι διανοητικά ισορροπημένη. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι πρέπει να έχει κάποια φρενοπάθεια. Ήτανε όμως τρελή;» Ειδικά την περίοδο που η Δούκισσα κρατούσε το ταριχευμένο κορμί της Ελίζας στα σκοτεινά υπόγεια του σπιτιού της, οι διαδόσεις έδιναν και έπαιρναν. Απέφευγαν να περάσουν από το σπίτι της τις νύκτες, γιατί πίστευαν ότι το μέρος ήταν στοιχειωμένο˙ ενώ μετά τη φωτιά που κατέκαψε το σπίτι, οι περισσότεροι μιλούσαν για «κατάρα Θεού». 

Ο Γιώργος Χατζησωτηρίου περιγράφει τις διηγήσεις των παλιών γερόντων από το Λιόπεσι για την εποχή εκείνη: «Έκλεισε το σπίτι της σ’ όλο τον κόσμο, τον οποίον λες και μισούσε. Δεν ήθελε να βλέπει ακόμη και εκείνους που της πήγαιναν φρέσκο ψωμί, αυγά, σύκα ή ότι άλλο, ανθρώπους απλούς που τη λάτρευαν. Γύριζε με μια άσπρη νυχτικιά γύρω από το ανάκτορο νύχτες, έτσι που νόμιζαν ότι ήταν κάποια νεράιδα. Λέγανε ακόμα πως τόσοι και τόσοι Λιοπεσιώτες, ιδίως τσοπάνηδες, περαστικοί από το μέρος, έβλεπαν σε ένα ισόγειο μέρος, θαμπό φως και πως άκουαν συχνά αναφιλητά ή μονόλογο μουρμουριστό. Όποτε θυμόταν, όποτε της ερχόταν η «λόξα» της, ο άσβηστος πόνος της, κατέβαινε κι έκανε ώρες ατελείωτες τις νύχτες, συντροφιά με την κόρη της. Από τότε οι περαστικοί απέφευγαν να περάσουν από κει, γιατί πίστεψαν ότι το σπίτι είχε στοιχειώσει. Μια πυρκαγιά, από άγνωστη αιτία, έκαψε το ανάκτορο και αποτέφρωσε τη νεκρή, τη μέχρι πάθους, τη μέχρι παραλόγου πολυαγαπημένη της κόρη. Λίγα χρόνια της απόμεναν και το 1854 άφησε εδώ την τελευταία της πνοή, σχεδόν έρημη, με τους πολυάριθμους σκύλους της, λιπόσαρκη, φάντασμα θάλεγε, με λευκή περιβολή». 

Το παρουσιαστικό της Δούκισσας φαίνεται ότι στοίχειωσε για τα καλά τους ανθρώπους, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως ακόμα και μετά τον θάνατο της έβλεπαν το φάντασμα της να περιφέρεται στα ερείπια των κτιρίων της και στα δάση της Πεντέλης. Ο Δ. Καμπούρογλου διασώζει αυτούς τους θρύλους: «Η σκιά της Δουκίσσης δεν πλανάται μόνον γύρω από το έρημον και κατάλευκον  παλαιογοτθικού ρυθμού παλάτι της, το βγαλμένον ολόκληρον και αυτό από τα σπλάχνα του βουνού των μαρμάρων – την είδε στην λάμψην του φεγγαριού ένας παλαιός φύλαξ της Μονής. Δεν πλανάται μόνον γύρω από τον τάφον της κόρης της, αλλ’ από κορφή σε κορφή, σαν να πετά, βρίσκεται έξαφνα κάτω στο Θαλάσσι και τριγυρίζει να βρη τη βαρκούλα της. Ούτε ίχνος δεν υπάρχει πλεον από την ωραίαν αυτήν βαρκούλαν με τα κομψά κουπιά, που την οδηγούσε μόνη της το βράδυ – βράδυ και  παρεδίδετο εις τα όνειρά της, ενώ οι νεροχελώναις την εβαυκάλιζαν με το τρεμουλιαστό τους παράπονον».     

Θρύλοι που γέννησαν τα ασκητήρια και τα μεσαιωνικά μοναστήρια

Παραπάνω αναφερθήκαμε στο λαογραφικό υλικό, όπως το κατέγραψαν οι παλιοί μελετητές των αττικών θρύλων και παραδόσεων, αλλά και σε σύγχρονες αναφορές υπερφυσικών οντοτήτων. Παρακάτω παρατίθενται οι θρύλοι οι οποίοι γεννήθηκαν μέσα από τα παλιά χριστιανικά μνημεία του βουνού.  

Όταν τα αποθέματα μαρμάρου άρχισαν να εξαντλούνται από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. το βουνό εγκαταλείφθηκε, έως και την εποχή που πάτησε το πόδι του ο πρώτος ασκητής. Στους πρώτους ασκητές αναφέρεται ο Αναστάσιος Ορλάνδος: «Αιώνας προ της ιδρύσεως της μεγάλης Μονής Πεντέλης υπήρχον επί του Πεντελικού ησυχαστήραι ή σκήται κατεσπαρμέναι επί των κλιτύων, ιδίως είς όσα σημεία ανέβλυζεν ύδωρ ή όσα παρείχον άλλα σπουδαία προτερήματα». Επίσης, ο Δημήτρης Καμπούρογλου γράφει: «…εις όσα μέρη υπήρχε νερόν ή ερημοκλήσι, ήτο και από ένας ασκητής». Κάπου αλλού γράφει ο ίδιος ιστορικός: «Δεν υπήρχε τρύπα μυστική, ή ερείπιον λησμονημένον, ή δρυμός προστατευτικός, ή βρυσούλα καλόψυχη, που να μην είχε μαζί με το αφανές στοιχείο της, και έναν κρυμμένον ανθρωπόμορφον, τον Ασκητήν». Έτσι λοιπόν η Πεντέλη, για αιώνες αποτέλεσε το … «Άγιον Όρος» της Αττικής, και έλαβε μάλιστα μια παραπλήσια ονομασία: «Όρος των Αμώμων» (άμωμος = καθαρός, αναμάρτητος). Οι σπηλιές λοιπόν, τα δάση και οι χαράδρες της Πεντέλης ήταν γεμάτα από ασκητές μέχρι τον 16ο αιώνα, ώσπου εμφανίστηκε ο Τιμόθεος, κτήτορας της ιεράς μονής Πεντέλης, ο οποίος περιόδευσε σε όλο το βουνό αναζητώντας τους ασκητές και συγκεντρώνοντας τους όλους (ή σχεδόν όλους), στη νεοσύστατη μονή του. Οι τόποι που φιλοξενούν τα ερείπια αυτών των αρχαίων λατρευτικών χώρων, χριστιανικών εκκλησιών και μεσαιωνικών μνημείων, αποτελούσαν ανέκαθεν πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία θρύλων, «θαυμάτων», και υπερβατικών φαινομένων. Πρόκειται για μια παγκόσμια πεποίθηση˙  και τα μνημεία της Πεντέλης, φυσικά, δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Ας δούμε λοιπόν ποιους θρύλους γέννησαν τα ασκητήρια και τα μεσαιωνικά μοναστήρια του Όρους των Αμώμων. 

Μια από τις πρώτες μαρτυρίες μας έρχεται από το μακρινό 1680, σύμφωνα με την Ι.Μ. Παντοκράτορος – Ταώ Πεντέλης, ενώ σύμφωνα με ερευνητές η πραγματική ημερομηνία ήταν το 1770. Ο θρύλος είναι γνωστός ως το «Στοιχειωμένο Πεύκο της Ταώ» και τη φωνή του δολοφονημένου ηγούμενου που ζητούσε εκδίκηση. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Την Μεγάλη Εβδομάδα του 1680, Αλγερινοί πειρατές λεηλατούσαν και ερήμωναν τα παράλια μέρη της Ραφήνας. Κάποιος υπηρέτης της Μονής, κινούμενος από φθόνο, συνεννοήθηκε με τους πειρατές να τους οδηγήσει ασφαλώς στη Μονή, μέσω ενός μυστικού περάσματος που γνώριζε, ανήμερα της Αναστάσεως. Οι πειρατές αιφνιδίασαν τους 179 Μοναχούς που τους βρήκαν όλους συναγμένους στην Εκκλησία, με αναμμένες λαμπάδες, να ψάλλουν το τελευταίο «Χριστός Ανέστη» της Πασχαλινής Θείας Λειτουργίας. Η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε καθολική και η λεηλασία ολοκληρωτική. Όπως διηγείται ο Κύριλλος Δέγλερης στα απομνημονεύματα του, κανένας δεν θα είχε σωθεί από την Αδελφότητα, εάν λόγω του Πάσχα δεν απουσίαζε στο Μετόχι «Χεροσακκούλι» ένας από τους Ιερομόναχους της Μονής. Επιστρέφοντας το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα στο Μοναστήρι του, είδε σε μικρή απόσταση από αυτό, μέσα στο δάσος, κατακρεουργημένα σώματα μοναχών. Φοβισμένος, κατευθύνθηκε προς την κορυφή του βουνού, όπου αγναντεύοντας την γύρω περιοχή διέκρινε στον όρμο της Ραφήνας πειρατικά καράβια και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί. Την Δευτέρα μετά το Πάσχα όταν ξημέρωσε, είδε τα πλοία τα πειρατικά να σηκώνουν άγκυρα και να απομακρύνονται στο πέλαγος. Τότε έσπευσε και κατέβηκε στο Μοναστήρι του μαζί με χωρικούς… για να αντικρύσουν τα μάτια τους σκηνές φρίκης. 

Η σφαγή των καλόγερων της Ταώ δημιούργησε ένα θρύλο που μας παραδίδει ο Καμπούρογλου: «Ο ηγούμενος προσεπάθησε να διαφύγει, αλλά συλληφθείς έξω από του περιβόλου εσφάγη και αυτός πλησίον πελωρίου πεύκου, όπου και ευρέθη την επομένην το πτώμα του από χωρικούς. Ο θρύλος των αιώνων, τα μεσάνυκτα που περιέρχεται όλα τα ερείπια της ακμής που εχάθη, ήκουε τακτικά τα βογγητά του ηγουμένου που εσφάγη, να βγαίνουν από της ρίζες του πεύκου˙ και τα ήκουεν επί μακράν σειράν ετών, και απήντα εις την σκιάν, ότι την εκδίκησιν που ζητεί δεν δύναται να του την δώσει ακόμη». Από τότε λοιπόν, και επί σειρά πολλών ετών, γύρω στα μεσάνυχτα, ακούγονταν τα βογκητά του κατακρεουργημένου ηγούμενου που αναδύονταν από τις ρίζες του πεύκου, δίπλα στην ερειπωμένη πλέον Μονή Ταώ. Κατά τον Αλβανάκη, ο οποίος άντλησε πληροφορίες για το μύθο από τους γύρω κατοίκους, ήταν τις θυελλώδεις νύχτες του χειμώνα όταν ηχούσε η φωνή του ηγούμενου που ζητούσε εκδίκηση για τους σφαγείς. Τα βογγητά όμως του ηγούμενου δεν ακούγονται πλέον, αφού μια δασική πυρκαγιά έκαψε το στοιχειωμένο πεύκο. Όπως διηγείται ο Καμπούρογλου:  «Είναι ολίγα έτη όμως που ο πεύκος δεν βογγά πλέον… Μαζί με τόσα άλλα δένδρα τον έκαψαν και αυτόν». 

Ένας άλλος θρύλος αφορά τον ιδρυτή της μονής Πεντέλης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το θείο χάρισμα του, τον Άγιο Τιμόθεο Ευρίπου, αλλά και την μεταθανάτια θαυματουργό δράση του. Την εποχή εκείνη επιδημία πανώλης και ευλογιάς μάστιζε την Αθήνα, και η εικόνα του αποτέλεσε μέσον εξουδετέρωσης των επιδημιών. Σύμφωνα με Κ. Χρηστομάνο από διήγηση της Μαριάννας Βουζίκη: «Μοναστήρι που δεν το έπιανε η πανούκλα ήταν η Πεντέλη˙ είχεν και μία εικόνα του Αγίου Τιμοθέου που κυνήγησε την πανούκλα να την σκοτώσει». Το ίδιο σημειώνετε και από τον Καμπούρογλου: «Ο Τιμόθεος, ο λόγιος και ενάρετος Ιεράρχης Ευβοίας, τοσούτον ετιμάτο παρά του λαού και ζων και αποθανών, ώστε εθεωρείτο ως ο διώκτης και της πανώλους». Ένας θρύλος ακόμα παρουσιάζει τη χολέρα και την πανούκλα, δύο αδελφές κοκκαλιάρικες και γεροντοκόρες να ανηφορίζουν στην Πεντέλη και να συζητούν: «Πάμε τώρα κατά τον ανήφορο; -Μη για το θεό, από εκεί. Είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής», απαντά η άλλη. «-Ε! Και δεν λοξεύουμε; -Αν μας δει ο Άγιος Τιμόθεος από το Μετόχι; -Τότε θα γυρίσουμε στη σπηλιά μας και άλλη φορά βλέπουμε». Και χάθηκαν πίσω από το αστεροσκοπείο στους  βράχους των Κραναών όπου κατοικούσαν. 

Έναν ακόμα θρύλο που διασώζεται και συναντήσαμε και νωρίτερα από τη λαογράφο Α. Τσεβά, αναφέρει ο αρχιμανδρίτης της Μονής Τιμόθεος Κιλίφης στο βιβλίο του «ΠΕΝΤΕΛΗ». Τα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι έλεγαν ότι στο παλιό νεκροταφείο που βρίσκεται απέναντι από τη μονή Πεντέλης, (όπου και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου), έβλεπαν διάφορες οπτασίες, αλλά η πιο συχνή ήταν εκείνη ενός ψηλού γυμνού άντρα, εκφράζοντας όμως την προσωπική του άποψη ότι πρόκειται «ασφαλώς για φαντασιώσεις». Στα γραπτά του Δ. Αλβανάκη διασώζεται ένας θρύλος με νεράιδες και στοιχειά στη δεξαμενή της σκήτης της Αγίας Τριάδας του Νερού. Η δεξαμενή εφυλάσσετο  από «Δρύμαις», δηλαδή κακοποιά πνεύματα - νεράιδες, που τιμωρούν σκληρά όσους τολμήσουν να κολυμπήσουν από 1η μέχρι και 6η Αυγούστου, όπου φαίνεται πως εκείνο το διάστημα οι νεράιδες τελούν κολυμβητικές γιορτές. Οι μοναχοί της Μονής όμως δεν φοβούνται και πολύ τις νεράιδες, αφού εκτελούν το λουτρό τους καθ’ όλο το θέρος στα κρυστάλλινα νερά της δεξαμενής. Μια περιοχή με νεράιδες ακόμα συναντούμε ανάμεσα στα εκκλησάκια του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου στο Γαργηττό, όπου υπήρχε παλιά ένα μονοπάτι που κατέληγε στο ρέμα του Χαρβατίου της Παλλήνης. 

Στο χρονικό της Σοφίας Πετράκη-Παπαθανασίου αναφέρεται στον παππού της Βασίλη Παπαδήμα, και την συνάντησή του με νεράιδες σε εκείνη την ρεματιά: «…πέρασε τον Άγιο Δημήτρη κι έφτανε προς τη ρεματιά˙ του φάνηκε πως άκουσε ομιλίες… ‘Μπα, λέει μέσα του, θα είναι ο θόρυβος του νερού που κυλά στο ποτάμι’. Στήνει αυτί και προχωρά σιγά-σιγά. Μα όχι, τα αυτιά του δεν τον γελούν˙ αυτήν τη φορά ακούει μια γυναικεία φωνή να σιγοτραγουδά. Περπατά σιγα-σιγά στις μύτες των ποδιών του για να μην κάνει θόρυβο, πλησιάζει πιο κοντά και κρύβεται πίσω από τον κορμό ενός πεύκου. Το ολόγιομο φεγγάρι που κάνει την νύκτα σαν μέρα του επιτρέπει να βλέπει πολύ καθαρά. Βλέπει λοιπόν μέσα στη ρεματιά πανέμορφες νεράιδες. Άλλες να πλένουν στο νερό που κυλούσε στο ρυάκι τα αραχνοΰφαντα πέπλα τους, άλλες να βυζαίνουν τα μωρά τους, άλλες να πλέκουν και άλλες να κρατούν τη ρόκα που πάνω στη διχάλα ήταν στερεωμένη μια τουλούπα από απαλό μετάξι, να στρίβουν το αδράχτι και να φτιάχνουν μεταξένια κλωστή που με αυτήν έφτιαχναν τα μεταξένια τους φορέματα. Ο Βασίλης Παπαδήμας πίσω από το πεύκο νιώθει τα πόδια του να είναι καρφωμένα στην γη… Με κομμένη την ανάσα αναρωτιέται (άραγε να είναι καλές ή κακές;). Κάποια στιγμή όμως το άλογο τρομαγμένο τραβήχτηκε απότομα για να φύγει. Καθώς έκανε όμως απότομη κίνηση τα καζάνια χτύπησαν το ένα με το άλλο. Μόλις οι νεράιδες άκουσαν τον θόρυβο  οι ξεμαντίλωτες έριξαν την αραχνοΰφαντη  μαντίλα στο κεφάλι τους, όλες μαζί σηκώθηκαν στον ουρανό και χάθηκαν τραβώντας προς την Πεντέλη. Ο παππούς ο Βασίλης προσπάθησε να γυρίσει πίσω αλλά τα πόδια του δεν προχωρούν. Λούφαζε λοιπόν στη ρίζα του πεύκου μέχρι που ο ήλιος ήρθε να φωτίσει την αυγή».

Η μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία της Πεντέλης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με πληθώρα θρύλων και παραδόσεων που διακρίνονται για το άφθαστο ποιητικό τους θέλγητρο. Η Πεντέλη είναι ένα ταξίδι στις ιστορίες των γερόντων παππούδων μας και γιαγιάδων μας που ακούγαμε μικρά παιδιά και μας τρόμαζαν αλλά μας γοήτευαν. Μας δίδασκαν αλλά και μας έκαναν όμορφους ανθρώπους που μαθαίναμε να σεβόμαστε το περιβάλλον, τις εποχές και την ιστορία μας. Ένα γοητευτικό ταξίδι στον ξεχασμένο κόσμο των Θρύλων και των Παραδόσεων, έτσι όπως έχουν καταγραφή από στόμα σε στόμα από παλιούς ανθρώπους αγνούς και αθώους, που η τεχνολογική εποχή δυστυχώς έχει καταφέρει να σκεπάσει κάτω από το πέπλο της παραπληροφόρησης και της ισοπέδωσης των πάντων.   

«ΠΕΝΤΕΛΗ, Από τους Βυζαντινούς Χρόνους έως την Σύγχρονη Εποχή»-PDF, Μέρος Α, ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ

«ΠΕΝΤΕΛΗ, Από τους Βυζαντινούς Χρόνους έως την Σύγχρονη Εποχή»-PDF, Μέρος Β, ΟΡΕΣΙΒΙΟΣ

«ΠΕΝΤΕΛΗ, Ιστορία, Θρύλοι, Μυστήρια», Βαγγέλης Ζήσης, Εκδόσεις ΑΛΛΩΣΤΕ

«Παραδόσεις», Νικόλαος Πολίτης, τομ. Β’ Εκδ. Ιστορική Έρευνα, σελ.443 (παρ. 752)              

«Ιστορία των Αθηναίων», Δημήτριος Καμπούρογλου, τομ. Β’, σελ.308

«Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων», τ. Γ’, σελ. 138

«Μονή Πεντέλης», Αθανάσιος Νίκας & Γεωργία Ξανθάκου, σελ. 59 εκδ. Ι.Μ. Πεντέλης

 «Ο Αναδρομάρης», Δημήτριος Καμπούρογλου, σελ. 103-104. Εκδ. Καραβίας

«Χρονικό για το Γέρακα», Σοφία Πετράκη-Παπαθανασίου, Αρχείο Πολιτιστικού Συλλόγου Γέρακα «η Πηγή», σελ. 4, Αθήνα 1996

«Ιστορία, Θρύλοι και Παραδόσεις του Πεντελικού Βουνού», Γ. Χατζησωτηρίου: «Σύντομο Οδοιπορικό στην Πεντέλη από έναν Μεσογείτη», σελ. 63-64

«Ο Αναδρομάρης της Αττικής», σελ. 68-69. Βιβλιωλείο Δ.Ν. Καραβία, Αθήνα 1920

«Ιστορία των Ιερών Μονών του Κράτους. Μοναί Μητροπόλεως Αθηνών, Ιερά Μονή Πεντέλης», Διονύσιος Αλβανάκης, τόμ. Α’, σελ. 50-53Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου Πεντέλης (1905)

«Λαογραφικά Παραλειπόμενα από την Πεντέλη και από τις γύρω Περιοχές», Αγγελική Τσεβά, σελ.74-75

Το Χρονικό Της Σφαγής των Οσιομαρτύρων Πατέρων, pantokratoros-tao.gr