Το δαιμονισμένο μοναστήρι της Loudun

Του Έρικ Σμυρναίου

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 5ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth 

Όλοι έχουμε ακούσει για Δαιμονισμένους. Φαινόμενα δαιμονικής κατοχής (ή μάλλον τα φαινόμενα που φέρουν το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό)  παρατηρούνται εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια και έχουν καταγραφεί σε όλους τους πολιτισμούς της ανθρωπότητας. Μια φορά και έναν καιρό οι πρόγονοί μας έτρεμαν τους δαίμονες τους οποίους αντιλαμβάνονταν ως μια πολύ πραγματική απειλή. Οι κακόβουλες εκείνες οντότητες καραδοκούσαν στο σκοτάδι και προσπαθούσαν διακαώς να κυριεύσουν τ’ αθώα θύματά τους. Η δαιμονική κατοχή είναι ένα φαινόμενο που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου. Περιστατικά δαιμονικών καταλήψεων αναφέρονται και στη σύγχρονη εποχή όπου υποτίθεται ότι κυριαρχεί το φως της λογικής.

Τώρα, ας ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο, στο έτος 1632. Βρισκόμαστε στην πόλη Loudun, στη Γαλλία. Εκεί κοντά, υπάρχει ένα γυναικείο μοναστήρι που είχε οικοδομηθεί αρχικά το έτος 1626. Ηγουμένη του είναι μια αυστηρή, εκκεντρική και πολύ ισχυρή γυναίκα με πολλές διασυνδέσεις, η Jeanne des Anges, η οποία έχει επιβάλλει έναν ασκητικό τρόπο ζωής στις καλόγριες της. Ξαφνικά κάποιες απ’ αυτές αρχίζουν να βασανίζονται από τις δαιμονικές επισκέψεις ενός φασματικού άνδρα που φοράει ιερατικά άμφια. Τον περιγράφουν ως μια παρουσία αγγελικής ομορφιάς η οποία μιλάει ανάρμοστα και τους ζητάει να επιδοθούν σε ανήκουστες πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου.  Ακόμα χειρότερα, κάποιες απ’ τις τρομοκρατημένες καλόγριες αρχίζουν να επιδεικνύουν συμπτώματα δαιμονικής κατοχής: Κυριεύονται από σπασμούς, βωμολοχούν ανεξέλεγκτα και επιδίδονται σε ακατονόμαστες πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα. 

Ο ένοχος, σύμφωνα με την ηγουμένη του μοναστηριού, είναι ένας τοπικός ιερέας, ο Πατέρας Urbain Grandier ο οποίος ήταν ήδη ξακουστός για την ελευθεριάζουσα συμπεριφορά του. Ο πλούσιος και εμφανίσιμος εκείνος άνδρας είχε τη φήμη μεγάλου γυναικοκατακτητή: Είχε ήδη κατηγορηθεί ότι ήταν ο πατέρας ενός παιδιού που είχε γεννήσει η Philippa Trincant, η κόρη του βασιλικού συμβολαιογράφου της πόλης. Είχε κριθεί ένοχος για ανήθικη συμπεριφορά το 1530 ενώ είχε διατηρήσει την ελευθερία και το πόστο του χάρη στις υψηλόβαθμες γνωριμίες του. Επίσης, κυκλοφορούσαν φήμες ότι ασχολούνταν με τις «σκοτεινές τέχνες» και τη δαιμονολατρία. 

Στο μεταξύ, στο μοναστήρι, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι δαιμονισμένες καλόγριες (είκοσι επτά συνολικά) μιλούσαν τώρα σε άγνωστες γλώσσες, επιδείκνυαν αρχαϊκές γνώσεις, αιωρούνταν, παρουσίαζαν τηλεκινητικές δυνάμεις, υπερφυσική σωματική δύναμη και τηλεπαθητικές ικανότητες. Σύμφωνα με μια ιστορική καταγραφή (ένα χρονικό) της όλης ιστορίας, που συνέταξε ο Des Niau με τον τίτλο «Οι δαίμονες της Loudun,” (The Devils of Loudun:)

«Οι καλόγριες πάθαιναν ξαφνικά τρομερούς σπασμούς. Χτυπούσαν τα στήθη και τις πλάτες τους με τα κεφάλια τους, λες και οι λαιμοί τους είχαν σπάσει, με τρομερή ταχύτητα. Έστριβαν τα χέρια τους από τους ώμους, τους αγκώνες και τους καρπούς δυο και τρεις  φορές. Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν: Τα μάτια τους παρέμεναν ανοιχτά και χωρίς να ανοιγοκλείνουν, οι γλώσσες κρέμονταν από τα στόματά τους πρησμένες απίστευτα, μαύρες, σκληρές και καλυμμένες με σπυριά, ωστόσο, μιλούσαν πεντακάθαρα.*1 Έγερναν προς τα πίσω έως ότου τα κεφάλια τους άγγιζαν τα πόδια τους και περπατούσαν σ’ αυτή τη στάση με μεγάλη ταχύτητα και για πολύ ώρα. Έβγαζαν τρομακτικές κραυγές, εκστόμιζαν βωμολοχίες ενώ επιδείκνυαν τα γεννητικά τους όργανα και μιλούσαν απίστευτα χυδαία. Έβριζαν ασύστολα της Αγία Τριάδα, κατά τρόπο τόσο ακραίο που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι ένα ανθρώπινο μυαλό θα επινοούσε ένα τέτοιο υβρεολόγιο. Άλλες φορές έπεφταν ξαφνικά σε νάρκη, σωριάζονταν καταγής και γίνονταν τόσο βαριές που ακόμα και ο πιο δυνατός άνδρας δεν κατάφερνε να κουνήσει ούτε καν τα κεφάλια τους. Μια από αυτές, η Françoise Filestreau ενώ είχε κλειστό το στόμα, έβγαζε μέσα απ’ το σώμα της διαφορετικές φωνές που διαφωνούσαν μεταξύ τους και τσακώνονταν για το ποια θα την έκανε να μιλήσει. Ένα άλλο θύμα τέντωσε τα πόδια της τόσο πολύ που έφτασε σ’ ένα μήκος επτά ποδιών ενώ το συνολικό της ύψος δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα πόδια.»  

 

Γράφτηκε λοιπόν μια αναφορά και εστάλη στη Σορβόννη, υπογεγραμμένη από έναν μεγάλο αριθμό μαρτύρων, κληρικών και γιατρών καθώς και του επισκόπου του Poitiers ο οποίος ήταν επίσης μάρτυρας των φαινομένων. Οι γιατροί της Σορβόννης συμφώνησαν ότι όντως αντιμετώπιζαν μια περίπτωση δαιμονικής κατοχής. Τελικά κρίθηκε αναγκαίο να έρθει μια ομάδα ιερέων για να ερευνήσει την όλη υπόθεση και να εκτελέσει τους αναγκαίους εξορισμούς που θα ξαπόστελναν τους δαίμονες πίσω στην κόλαση.

Σύμφωνα με την ηγουμένη του μοναστηριού, υπεύθυνοι για όλα αυτά ήταν δυο αρχιδαίμονες, ο Ασμοδαίος και ο Ζαλουμπόν, γνωστός και ως Ισακαρόν, ο δαίμονας  της ακολασίας, αν και δεν αποκλειόταν η πιθανότητα να συνεργάζονταν με μια ολόκληρη ορδή κατώτερων δαιμόνων που τους βοηθούσε. Οι τελετές των εξορκισμών που ακολούθησαν είχαν ως πρωταγωνιστές τους εξής ιερείς: Τον Καπουτσίνο πατέρα Tranquille, τον Φραγκισκανό πατέρα Lactance και τον Ιησουίτη πατέρα Jean-Joseph Surin οι οποίοι εκτελούσαν το έργο τους μπροστά σ’ ένα πλήθος επτά χιλιάδων έκθαμβων πιστών. Δυστυχώς οι προσπάθειές τους δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τώρα, όλο και περισσότερες υποψίες στρέφονταν κατά του Πατέρα Grandier ο οποίος τελικά συνελήφθη και υπέστη φριχτά βασανιστήρια προκειμένου να ομολογήσει την ενοχή του. Ο Grandier φυλακίστηκε στο κάστρο της Angers και στο σώμα του υποτίθεται ότι βρέθηκαν τα σημάδια του διαβόλου, κάτι που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το κατηγορητήριο εναντίον του. Επίσης βρέθηκε ένα έγγραφο συμβόλαιο που είχε συνάψει με τον διάβολο όπου η υπογραφή του ήταν γραμμένη με αίμα. Το επίμαχο έγγραφο ήταν διατυπωμένο ως εξής:

«Αφέντη και βασιλιά μου, Εωσφόρε, σε αναγνωρίζω ως θεό μου και υπόσχομαι να σε υπηρετώ για όλη μου η ζωή. Αποκηρύσσω κάθε άλλο θεό, τον Ιησού Χριστό και κάθε άγιο, Καθολικό, Αποστολικό, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, τα ιερά κείμενα, με όλες τις προσευχές που θα μπορούσαν να ειπωθούν υπέρ εμού. Υπόσχομαι να κάνω όσο πιο πολύ κακό μπορώ. Απαρνούμαι το άγιο μύρο και το ιερό ύδωρ της Βάπτισης, καθώς και τη χάρη του Ιησού Χριστού και των Αγίων του. Και αν αποτύχω στις υπηρεσίες μου και τη λατρεία μου προς εσένα, τρεις φορές την ημέρα, αφήνω τη ζωή μου στα χέρια σου ως χρέος.»

Ο Grandier βασανίστηκε πολύ σκληρά. Τα οστά των ποδιών του θρυμματίστηκαν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να ομολογήσει. Ωστόσο, η Δίκη που ακολούθησε πήρε μια παράξενη τροπή καθώς πολλές  δαιμονισμένες καλόγριες τον υπερασπίστηκαν ενώ η ίδια η ηγουμένη ισχυρίστηκε ότι τον είχε κατηγορήσει άδικα, ύστερα από τις παραινέσεις των εχθρών του. Η ηγουμένη έπαθε μια νευρική κατάρρευση μπροστά στους δικαστές, άρχισε να αυτομαστιγώνεται και απείλησε να κρεμαστεί αν δεν αθωωνόταν ο Grandier. Οι γιατροί που εξέτασαν τον Grandier προτού ξεκινήσουν τα βασανιστήρια είπαν ότι δεν είχαν δει διαβολικά σημάδια επάνω του, και ότι το συμβόλαιο με το διάβολο είχε στην πραγματικότητα γραφτεί από την ίδια την Anges γιατί είχε το δικό της γραφικό χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, αποκαλύφθηκε ότι οι δαιμονισμένες καλόγριες δεν μιλούσαν πραγματικά σε ξένες ή αρχαίες γλώσσες ούτε διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις.  Τέλος, κάποιες καλόγριες «έσπασαν» κατά τη διάρκεια των εξορκισμών και ομολόγησαν ότι είχαν δασκαλευτεί από άλλους για το τι έπρεπε να πουν και να κάνουν.

Δυστυχώς, οι δικαστές του Grandier θεώρησαν απλά ότι ο Διάβολος προσπαθούσε να τον σώσει χειραγωγώντας τους μάρτυρες. Ανακοινώθηκε λοιπόν ότι οποιοσδήποτε υπερασπιζόταν τον Grandier θα συλλαμβανόταν ως προδότης. Μόνο οι καταδότες του θα διατηρούσαν το δικαίωμα να μιλήσουν. Πολλοί υπερασπιστές του, φοβούμενοι για τη ζωή τους, εγκατέλειψαν τη Γαλλία. Ακόμα και η άρνηση του Grandier να παραδεχτεί την ενοχή του παρά τα βασανιστήρια, δεν συγκίνησε κανέναν.

Έτσι λοιπόν, ο Grandier κρίθηκε ένοχος για την  «άσκηση μαγείας, σατανισμού και για την πρόκληση δαιμονικής κατοχής.» Στις 18 Αυγούστου του 1634 καταδικάστηκε να καεί στην πυρά και μάλιστα του έκλεισαν το στόμα με φίμωτρο αφαιρώντας του το δικαίωμα να πει έστω μια τελευταία λέξη προτού τον απανθρακώσει η φωτιά.

Όλως περιέργως, αυτό δεν ήταν το τέλος της όλης ιστορίας. Οι εξορκισμοί συνεχίστηκαν, δημόσια πάντα, ενώ πολλές καλόγριες εξακολούθησαν να παρουσιάζουν συμπτώματα δαιμονισμού, προς μεγάλη χαρά του πλήθους των πιστών που αντιλαμβάνονταν πλέον την όλη διαδικασία ως ένα εντυπωσιακό και πολύ διασκεδαστικό θέαμα.  Ένας ιερέας, ο πατέρας Jean-Joseph Surin ισχυρίστηκε ότι οι δαίμονες είχαν μπει στο δικό του σώμα. Η διανοητική και σωματική του υγεία επιδεινώθηκε ταχύτατα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί ούτε να ντυθεί, ούτε να διαβάσει ούτε να γράψει χωρίς βοήθεια. Τελικά πέθανε το 1665. Κι άλλοι εξορκιστές ισχυρίστηκαν ότι βασανίστηκαν από τους δαίμονες για χρόνια ύστερα από το θάνατο του Grandier. Κάποιοι τρελάθηκαν, κάποιοι αρρώστησαν και πέθαναν. Κάποιοι άλλοι έβλεπαν το πνεύμα του Grandier να τους καταδιώκει από τον τάφο. Για παράδειγμα, πέντε χρόνια αργότερα, ο Πατέρας Tranquille άρχισε να σωριάζεται καταγής, να καταριέται και να βρίζει, να βγάζει τη γλώσσα του και να σφυρίζει σαν ερπετό, ενώ το μυαλό του γέμιζε με σκοτάδι, έως ότου πέθανε. 

Σύμφωνα με μια σύγχρονη οπτική, η παράδοξη εκείνη ιστορία θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια κλασσική περίπτωση μαζικής υστερίας. Στο σκοταδιστικό και σεξουαλικά καταπιεσμένο περιβάλλον εκείνου του μοναστηριού όπου φυλακισμένες καλόγριες ζούσαν μια ζωή δυστυχισμένη, γεμάτη από στερήσεις και από τους μεταφυσικούς τρόμους που είχε εμφυτεύσει στα μυαλά τους μια  αυστηρή ηγουμένη, κάποια επίσκεψη του εμφανισιακά ελκυστικού και κακόφημου Grandier ίσως πυροδότησε τους πρώτους-σεξουαλικούς-εφιάλτες οι οποίοι γρήγορα έλαβαν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μια ανάλογη περίπτωση οδήγησε εξάλλου στη γνωστή δίκη των μαγισσών του Σέηλεμ, στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού, όπου η πουριτανική νοοτροπία των κατοίκων ενός παραθαλάσσιου χωριού, και τα δεισιδαιμονικά τους απωθημένα, προκάλεσαν μια πολύνεκρη τραγωδία. Ο Grandier ήταν ένας άτυχος άνθρωπος που ενεπλάκη στην όλη ιστορία, έχοντας ήδη επιβαρυνθεί από την κακή του φήμη. Έξαλλου, η Γαλλία του 17ου αιώνα ήταν ένα μέρος επικίνδυνο: Το κίνημα του Διαφωτισμού πάλευε να υπερνικήσει το χιλιετές σκοτάδι ενός πανίσχυρου Ιερατείου και η κοινωνία υπέφερε από τις αχανείς κοινωνικές ανισότητες που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα σε μια σπάταλή αριστοκρατία, μια πάμπλουτη εκκλησία και έναν λαό που λιμοκτονούσε. Τα ανώτερα μέλη της Γαλλικής κοινωνίας επιδίδονταν σε εγκληματικές μηχανορραφίες αλληλοεξόντωσης ενώ ακόμα και οι φοιτητές της ιατρικής (οι γυναίκες ούτε καν θεωρούνταν ικανές να ασκήσουν αυτό το λειτούργημα) αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να κατηγορηθούν ως μάγοι μόνο και μόνο επειδή εξέταζαν τα σώματα νεκρών. Ίσως λοιπόν όλα αυτά να ήταν στημένα από τους πολλούς εχθρούς του Grandier που τον παγίδευσαν και τον εξόντωσαν χρησιμοποιώντας την κατηγορία της μαγείας και του σατανισμού. Ο μεγαλύτερος εχθρός του εξάλλου ήταν ο περίφημος Καρδινάλιος  Richelieu, (ο καταχθόνιος εκείνος χαρακτήρας που εμφανίζεται στο βιβλίο του Αλέξανδρου Δουμά «Οι τρεις Σωματοφύλακες») ο οποίος τον μισούσε θανάσιμα. 

Οι μεταγενέστερες ασθένειες που έπληξαν τους βασανιστές του Grandier θα μπορούσαν κάλλιστα να ερμηνευτούν ως συμπτώματα ακραίων ενοχικών συμπεριφορών: Αφού οδήγησαν έναν αθώο στον πιο φριχτό θάνατο, καθώς πλησίαζαν στη δύση της ζωής τους βρίσκονταν αντιμέτωποι με την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν μια αιώνια μεταθανάτια τιμωρία.   

Βέβαια, το τι συνέβη πραγματικά στο μοναστήρι της Loudun θα παραμείνει για πάντα ένα ιστορικό μυστήριο. Είχαν όντως εμπλακεί δαιμονικές δυνάμεις ή απλά ξεδιπλώθηκε μια πολιτική και θρησκευτική σκευωρία με θύμα της έναν ισχυρό και αρκετά ασυνήθιστο άνθρωπο;