Παράξενες Ιστορίες από το Παρελθόν

του Αντώνη Αντωνιάδη

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 6ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

Προσπαθήστε να σκεφτείτε έναν κόσμο χωρίς ίντερνετ, κινητά, ηλεκτρικό ρεύμα, δρόμους, αυτοκίνητα, εφημερίδες, περιοδικά κι οτιδήποτε άλλο θεωρείτε δεδομένο στο σήμερα και το οποίο βοηθάει να μοιάζει ο πλανήτης μας με γειτονιά. Φανταστείτε να ακούτε ότι υπάρχουν νησιά και χώρες μακρινές, αλλά δεν έχετε φωτογραφίες να δείτε αυτούς τους τόπους, ούτε τηλεόραση. Ακούτε για Πέρσες, Αιγύπτιους, Λίβυους, Κέλτες και Ινδούς, για παράξενες θεότητες και λατρείες, πανέμορφα κτίρια και τεράστιες πόλεις, θάλασσες και ωκεανούς, αλλά δεν υπάρχει Google, ούτε καν βιβλία στην ποσότητα που τα βρίσκουμε σήμερα.

Είμαστε στην αρχαία Ελλάδα και η φαντασία σας οργιάζει κάθε φορά που κάποιοι αναφέρονται σ’ αυτά. Είναι βέβαιο, γιατί έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι, είναι περίεργοι και έχουν την τάση να μεγαλοποιούν οτιδήποτε τους προκαλεί το ενδιαφέρον, να το τελειοποιούν ή και το αντίθετο να το ευτελίζουν ή να το γελοιοποιούν.

Η μοναδική πηγή πληροφοριών για τον άγνωστο κόσμο που μας περιβάλλει είναι τα βιβλία Ιστορίας, Γεωγραφίας και οι Βιογραφίες μεγάλων ξένων ανδρών, οπότε ας ρίξουμε μια ματιά να δούμε τι έγραφαν και να μάθουμε για τα παράξενα του κόσμου, αυτά που συνήθως πρώτα απ’ όλα ερεθίζουν τη φαντασία μας και μας οδηγούν στην αναζήτηση της γνώσης.

Οι πτώσεις αντικειμένων από τον ουρανό δεν είναι κάτι άγνωστο στην εποχή μας. Βροχές βατράχων, κόκκινη βροχή, πτώση ξύλων, πετρών και άλλων απίθανων αντικειμένων αναφέρονται και σήμερα. Η μόνη διαφορά είναι ότι σήμερα οι περισσότερες πτώσεις έχουν εξηγηθεί με την λογική και έτσι το φαινόμενο δεν φαντάζει τόσο ανεξήγητο και παράξενο. Ωστόσο εκείνη την εποχή οι πτώσεις αντικειμένων θεωρούνταν μηνύματα από τους θεούς και οι άνθρωποι τα εκλάμβαναν σαν οιωνούς, άλλους καλότυχους και άλλους κακότυχους.

Στον βίο του Ρωμύλου ο Πλούταρχος γράφει: «Μετά έπεσε λοιμός στην Ρώμη, οι άνθρωποι πέθαιναν αιφνιδίως χωρίς καν να νοσούν, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε αφορία καρπών και τα ζώα έπαψαν να γεννούν. Έβρεξε και σταγόνες αίματος στην πόλη, με αποτέλεσμα να προστεθεί μεγάλη δεισιδαιμονία. Τα ίδια έγιναν και στο Λαύρεντο και όλοι νόμιζαν ότι οι δυο πόλεις δοκίμαζαν την οργή του δαίμονα, επειδή ξέχασαν το δίκαιο».

Η πιο παράξενη όμως πτώση αντικειμένων από τον ουρανό αναφέρεται από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα στο δέκατο βιβλίο της Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας του. Ο Διονύσιος εξιστορεί τα γεγονότα της πολιτικής αναταραχής στην Ρώμη μεταξύ των πατρικίων και των πληβείων, όταν γράφει τα εξής: «Στα ανθρώπινα σχέδια συνέπεσαν και θεία φαινόμενα, τέτοια που δεν βρέθηκαν γραμμένα στα δημόσια αρχεία, ούτε φυλαγμένα σε καμία από τις άλλες μνήμες. Όσα λοιπόν φώτα στον ουρανό έγιναν, και φωτιές που άναψαν κι έμειναν σ’ έναν τόπο της γης ή τα βουητά κι οι δονήσεις που συνέχεια γίνονταν, αλλά και οι μορφές ειδώλων που άλλαζαν και εμφανίζονταν μέσα από τον αέρα, και οι φωνές που ταράζουν το μυαλό των ανθρώπων και όλα εκείνα τα όμοια προς αυτά που συνέβησαν, βρέθηκε ότι λίγο ως πολύ συνέβησαν και στο παρελθόν. Αυτό όμως που δεν είχανε μάθει και δεν είχανε ακούσει ποτέ και γι’ αυτό προκάλεσε ταραχή, ήταν μια χιονοθύελλα που ξέσπασε στον ουρανό, η οποία όμως δεν έριχνε χιόνι στην γη, αλλά μικρά και μεγάλα κομμάτια σαρκών. Απ’ αυτά τα περισσότερα κομμάτια τα άρπαζαν με τα στόματά τους πουλιά που πετούσαν σε σμήνη, όσα όμως έπεσαν στην γη, μέσα στην πόλη και στους αγρούς, για μεγάλο χρονικό διάστημα κείτονταν εκεί χωρίς να αλλάξει ούτε το χρώμα τους, όπως συμβαίνει με τις σάρκες που παλιώνουν, ούτε διαλύθηκαν από την αποσύνθεση, δεν έβγαλαν και καμία δυσωδία. Αυτό το θαύμα οι ντόπιοι μάντεις δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν».

Ο Διονύσιος σ’ αυτό το απόσπασμα μας προσφέρει πολλές πληροφορίες. Πρώτον, για να αποδείξει στους αναγνώστες του ότι το φαινόμενο στο οποίο θα αναφερθεί είναι πρωτοφανές κάνει μια καταγραφή όλων των παράξενων φαινομένων που απασχολούσαν τους αρχαίους: φώτα στον ουρανό, φωτιές που έμεναν σ’ ένα σημείο, αέρινες μορφές που μεταβάλλονταν, ήχοι από το πουθενά οι οποίοι τρόμαζαν τους ανθρώπους, βουητά και δονήσεις της γης. Δεύτερον, μας γνωστοποιεί ότι όλα τα παραπάνω πράγματι είχαν συμβεί και ήταν παραδεκτά. Και τρίτον και σημαντικότερο ότι οι Ρωμαίοι κρατούσαν δημόσιο αρχείο στο οποίο κατέγραφαν περά από τα διάφορα ιστορικής σημασίας γεγονότα και όσα παράξενα και ανεξήγητα τους συνέβαιναν. Εν τούτοις πραγματικά, από τις πάμπολλες αναφορές για πτώσεις αντικειμένων από τον ουρανό που καταγράφουν οι αρχαίοι Έλληνες, η συγκεκριμένη είναι η πιο παράξενη και ταυτόχρονα η πιο μακάβρια.

Ένα άλλο αγαπημένο θέμα των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών και γεωγράφων είναι οι αναφορές σε γίγαντες. Όχι τόσο οι μυθολογικές ιστορίες, όσο εκείνες που φέρνουν αποδείξεις με πραγματικά τεράστιους σκελετούς που ανακάλυπταν κατά καιρούς οι άνθρωποι σε διάφορες περιοχές της τότε γνωστής οικουμένης.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην ύπαρξη των γιγάντων, των παιδιών του Ποσειδώνα, και οι μύθοι που αναφέρονται σ’ αυτούς δεν είναι λίγοι, ούτε περιορίζονται σε μια μονάχα απώτερη εποχή, όπως κάποιοι πιστεύουν. Γίγαντες ή καλύτερα ειπωμένο, γιγάντιους θεωρούσαν όλους τους αρχαίους ήρωες τους οποίους αργότερα θεοποίησαν, όπως για παράδειγμα τον Ηρακλή, τον Θησέα, αλλά και όσους έζησαν την περίοδο πριν τα Τρωικά ή λίγα μετά απ’ αυτά, δηλαδή κατά τον 13ο με 12ο αιώνα π.Χ.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί θέλοντας να εξηγήσουν το ζήτημα που προκύπτει απ’ αυτές τις αναφορές για τα οστά των γιγάντων θεωρούν ότι αυτά τα κόκαλα ανήκαν σε δεινόσαυρους ή άλλα θηρία της Προϊστορικής Εποχής, τα οποία έβρισκαν οι Έλληνες και έκπληκτοι από το μέγεθός τους πίστευαν ότι ανήκαν σε γίγαντες ή τιτάνες. Ίσως. Ωστόσο όπως θα δείτε και μόνοι σας οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι όλα εκείνα τα οστά ήταν ανθρώπινα κι όχι ζώων. Σίγουρα στην εποχή τους μπορούσαν να ξεχωρίσουν ένα κόκαλο ζώου από ανθρώπου. Ένα στοιχείο του ότι πράγματι έβρισκαν τέτοιους γιγάντιους σκελετούς είναι πως με την ανεύρεσή τους, αμέσως, ίδρυαν και ανάλογο τέμενος που το αφιέρωναν σε συγκεκριμένο ήρωα ή θεό.

Ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του, Κλειώ, περιγράφει την ανεύρεση ενός γιγάντιου σκελετού στην Αρκαδία. Τον σκελετό αυτό τον είχε ανακαλύψει ένας Τεγεάτης στο πηγάδι του και τον έδειξε σ’ έναν Σπαρτιάτη, τον Λίχα. Εκείνη την εποχή οι Σπαρτιάτες είχαν λάβει έναν χρησμό που τους ωθούσε να βρουν τα οστά του Ορέστη του γιου του Αγαμέμνονα, ώστε να γίνουν αήττητοι και να καταλάβουν την Τεγέα. Ο χρησμός της πυθίας έλεγε ότι «στην Τεγέα σε επίπεδο χώρο, εκεί που φυσούν αναγκασμένοι δυο άνεμοι, χτύποι και αντιχτύπημα, κακό πάνω σε κακό τίθεται, εκεί τον Αγαμεμνονίδη κατέχει η μάνα γη».

Ο Λίχας ερμήνευσε τον χρησμό από τον χώρο που βρέθηκε ο σκελετός και που ήταν ένα σιδηρουργείο. Τα δυο φυσερά ήταν οι δυο άνεμοι, οι ήχοι του επεξεργαζόμενου μετάλλου ήταν τα χτυπήματα, ενώ το κακό πάνω σε κακό ήταν η σιδερένια βέργα με την οποία ο σιδεράς έφτιαχνε ένα σπαθί χτυπώντας την πάνω στο αμόνι. Φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν μας ενδιαφέρει το μεταφυσικό στοιχείο και η θρησκειολογική του προέκταση, δηλαδή η επαλήθευση του χρησμού, αλλά η εύρεση του γιγάντιου σκελετού.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος αναφέροντας το μέγεθος του σκελετού: «Ήθελα να ανοίξω ένα φρεάτιο στην αυλή μου (είπε ο Τεγεάτης στον Λίχα) και σκάβοντας πέτυχα έναν τάφο επτά πήχεις (Πήχης = 0,462 εκατοστά) μακρύ και επειδή δεν πίστευα ότι κάποτε οι άνθρωποι γεννιόνταν μεγαλύτεροι απ’ ό,τι σήμερα, τον άνοιξα και είδα μέσα τον νεκρό ίσο με τον τάφο. Τον μέτρησα και τον ξανάθαψα». Ο Λίχας τελικά μετέφερε τον νεκρό, που ήταν τρία μέτρα και εικοσιπέντε περίπου εκατοστά, στην Σπαρτή και από τότε οι Σπαρτιάτες έγιναν ανίκητοι.

Ένα από τα πρώτα παράξενα που θα συναντήσει κάποιος στα βιβλία του Παυσανία –και μάλιστα στα περισσότερα απ’ αυτά– είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στην ύπαρξη των γιγάντων. Κάποια από αυτά τα στοιχεία είναι διηγήσεις άλλων, ωστόσο φαίνεται ότι και ο ίδιος είδε με τα μάτια του εκείνα τα οστά που αποδίδονταν στους ήρωες και τα φύλαγαν στους ναούς.

Πρώτη αναφορά συναντάμε στο Αττικά: «Για το μέγεθος του Αίαντα μου είπε κάποιος άνδρας από την Μυσία. Η πλευρά του τάφου προς την μεριά της ακτής έπεσε από την θάλασσα και η είσοδος στο μνήμα είναι εύκολη, και για το μέγεθος του νεκρού έλεγε ότι τα κόκαλα στα γόνατα που οι γιατροί τα ονομάζουν μύλες είναι ίσα με τον δίσκο που χρησιμοποιούν οι νέοι στο πένταθλο. Εγώ λοιπόν δεν θαυμάζω το ύψος των απομακρυσμένων Κελτών που ζουν στα όρια της παγωμένης ερήμου και τους ονομάζουν Κάβαρεις. Αυτοί δεν έχουν καμία διαφορά από τους νεκρούς των Αιγυπτίων. Θα αναφέρω όμως όσα μου φάνηκαν αξιόλογα.» 

Ο Πρωτοφάνης από την Μαγνησία στον Ληθαίο ποταμό είχε νικήσει στην Ολυμπία σε μια μέρα στο παγκράτιο και στην πάλη. Στον τάφο του μπήκαν ληστές προσδοκώντας να βρούνε κάτι. Μετά τους ληστές μπήκαν κι άλλοι και είδαν ότι τα πλευρά του νεκρού δεν ήταν χωρισμένα, αλλά συνενωμένα από τους ώμους μέχρι τις τελευταίες πλευρές, εκείνες που οι γιατροί ονομάζουν νόθες.» 

Υπάρχει μπροστά από την πόλη Μίλητο το νησί Λάδη, από το οποίο αποκόπηκαν νησάκια. Ένα απ’ αυτά το ονομάζουν του Αστερίου, επειδή εκεί θάφτηκε ο Αστέριος του Άνακτα, ο Άνακτας ο γιος της Γης. Ο νεκρός λοιπόν δεν είναι μικρότερος από δέκα πήχεις.» 

Θαυμασμό μου προκάλεσε κάτι άλλο, στις Θύρες Τημένου, μια όχι μεγάλη πόλη της Άνω Λυδίας. Εδώ, κατά τον χειμώνα, ράγισε ένας λόφος και φάνηκαν οστά που το σχήμα τους σ’ έκαναν να πιστεύεις ότι είναι ανθρώπινα, αλλά όχι και το μέγεθός τους. Πολλοί είπαν ότι ο νεκρός είναι ο Γηρυόνης του Χρυσάορα, όπως και ο θρόνος. Αυτός ο θρόνος είναι επεξεργασμένος στο βουνό σ’ έναν βράχο που προεξέχει. Αλλά μου είπαν ότι ονομάζουν και έναν χείμαρρο ποταμό Ωκεανό και ότι εκεί οργώνοντας έβρισκαν κέρατα βοδιών, όπως στην ιστορία του Γηρυόνη που λέει ότι έθρεφε άριστα βόδια. Τους αντέταξα ότι ο Γηρυόνης έζησε στα Γάδειρα, όπου δεν υπάρχει μνήμα του, αλλά ένα δένδρο που αλλάζει μορφές. Πάνω σ’ αυτά οι Λύδιοι εξηγητές μου είπαν τα εξής: ο νεκρός είναι ο Ύλλος γιος της Γης και απ’ αυτόν πήρε το όνομα ο ποταμός».

Όπως διαπιστώνετε και εσείς ο Παυσανίας δεν εκπλήσσεται από το ύψος των βόρειων Κελτών που σίγουρα ήταν ψηλότεροι από τους Έλληνες –τους συγκρίνει μάλιστα με τους νεκρούς Αιγύπτιους, δηλαδή τους αρχαιότερους της εποχής του, οι οποίοι ήταν και αυτοί ψηλοί. Αναφέρει επίσης έναν άνδρα με δυσπλασία στα κόκαλα για να δείξει ότι συμβαίνουν παράξενα στην Φύση, ενώ μετά γράφει για τον σκελετό του Αστέριου, τον οποίο φαίνεται ότι είδε με τα μάτια του και τον υπολόγισε πάνω από τεσσεράμισι μέτρα. Το ίδιο και με τον άλλο σκελετό που ο λαός τον απόδιδε στον Γηρυόνη, ενώ οι ιερείς στον Ύλλο.

Φυσικά σ’ αυτό το απόσπασμα υπάρχει και μια ακόμη παράξενη αναφορά για το δένδρο που άλλαζε μορφές στα Γάδειρα.

Ας περάσουμε όμως σε άλλες παράξενες ιστορίες που κατέγραψαν οι αρχαίοι συγγραφείς. Στον βίο του Νουμά ο Πλούταρχος γράφει: «Και με τον φόβο τούς εξουσίαζε (ο Νουμάς), έλεγε ότι προερχόταν από τους θεούς και ότι έβλεπε φαντάσματα δαιμόνων, αλλόκοτα, και άκουγε φωνές που δεν ήταν ευμενείς, σκλαβώνοντας την σκέψη τους με την δεισιδαιμονία και κάνοντας το μυαλό τους ταπεινό».

Παρ’ όλο που ο Πλούταρχος κατά βάση είναι πραγματιστής και λογικός, τα έργα του βρίθουν από παράξενες διηγήσεις, κάτι που μας προϊδεάζει στο ότι ταλανιζόταν από μια αμφιγνωμία αποδοχής και απόρριψης. Συνήθως προσπαθεί να κρατήσει το θέμα μέσα σε «λογικά πλαίσια», διατηρώντας μια μέση οδό, όπου το υπερφυσικό με το πραγματικό συνδέονται και απλώς ξεφεύγουν από τα όρια ορισμένοι δεισιδαίμονες, αγαθοί και αμόρφωτοι άνθρωποι. Το υπόβαθρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα που υπάρχει στον Πλούταρχο, μαζί με την Δελφική ιερατική του ιδιότητα, αντιπαλεύουν με την λογική και τον πραγματισμό που τον χαρακτηρίζουν ως ερευνητή και συγγραφέα. Έτσι, όπως στο παραπάνω απόσπασμα, ενώ θέλει να αγγίξει την αιτία και την λύση του ζητήματος, γράφει δηλαδή ότι τους εξουσίαζε με τον φόβο και την δεισιδαιμονία, συνήθως δεν είναι απόλυτα απορριπτικός, κρατώντας ένα ποσοστό συμμετοχής του αόρατου και του υπερφυσικού στις ιστορίες του.

Στον βίο του Ποπλικόλα γράφει: «Όταν νύχτωσε και έγινε ησυχία στα στρατόπεδα, λένε ότι σείστηκε το άλσος και μέσα απ’ αυτό έπεσε μεγάλη φωνή, η οποία είπε ότι οι Τυρρηνοί έχασαν στην μάχη όσους και οι Ρωμαίοι, αλλά κι έναν παραπάνω. Η φωνή ήταν θεϊκή γιατί μόλις μίλησε αμέσως με θάρρος έβγαλαν μεγάλους αλαλαγμούς, ενώ οι Τυρρηνοί φοβισμένοι και ταραγμένοι έφυγαν από το στρατόπεδο και οι περισσότεροι διασκορπίστηκαν (…) Οι νεκροί μετρήθηκαν και βρέθηκαν έντεκα χιλιάδες τριακόσιοι οι αντίπαλοι και οι Ρωμαίοι μ’ έναν λιγότερο».

Στο ίδιο περιστατικό αναφέρεται και ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς στο πέμπτο βιβλίο της Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας του: «Μεγάλη ήταν η δυσθυμία των Ρωμαίων και η απόγνωσή τους για την κατάσταση μετά τον θάνατο του αρχηγού τους. Πολλοί μάλιστα σκέφτονταν ότι ήταν καλύτερο να φύγουν και να παρατήσουν το παράπηγμα πριν ξημερώσει. Αυτά λοιπόν συλλογίζονταν και συζητούσαν αναμεταξύ τους όταν κατά την πρώτη σκοπιά μέσα από το δάσος που δίπλα του είχανε στρατοπεδεύσει ακούστηκε φωνή που απευθυνόταν και στους δυο στρατούς και ήταν τόσο δυνατή ώστε να την ακούσουν όλοι. Αυτή ήταν είτε του ήρωα στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός είτε του ονομαζόμενου Φαύνου. Γιατί σ’ αυτόν (τον Φαύνο) οι Ρωμαίοι αποδίδουν όσα έχουν σχέση με τον πανικό και τα φαντάσματα που εμφανίζονται με διάφορες όψεις στους ανθρώπους και προκαλούν φόβο. Ή τις φωνές των δαιμόνων που ταράζουν την ακοή τους, λένε ότι είναι έργο αυτού του θεού. Η φωνή του δαίμονα έλεγε στους Ρωμαίους να έχουν θάρρος σαν να είχανε νικήσει, καθώς οι εχθροί είχαν έναν παραπάνω νεκρό. Λένε ακόμη ότι ο Βαλέριος απ’ αυτή την φωνή πήρε θάρρος και κατά τη νύχτα επιτέθηκε στον προμαχώνα των Τυρρηνών και αφού σκότωσε πολλούς, έδιωξε τους υπόλοιπους κυριεύοντας το στρατόπεδο».

Εδώ ο Διονύσιος μας εξηγεί το φαινόμενο μέσω του θεολογικού του υπόβαθρου, δηλαδή ότι οι φωνές από το πουθενά οφείλονταν συνήθως σε δαίμονες και άλλα υπερφυσικά πλάσματα. Μας γνωστοποιεί μάλιστα ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι όλα τα παράξενα φαινόμενα προέρχονταν από τον Φαύνο, ρωμαϊκό θεό της υπαίθρου. Όσο για τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα πρέπει να γνωρίζετε ότι μέσα από το έργο του γίνεται φανερό ότι ήταν ένας θεοσεβούμενος άνθρωπος, που δεν απόρριπτε το υπερφυσικό, χωρίς ωστόσο να γίνεται ακραίος.

Αλλά ας αφήσουμε τα φαντάσματα και τις φωνές από το πουθενά για να περάσουμε σ’ ένα πιο «σύγχρονο» θέμα: τα αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα. Το δυστυχές στις περιγραφές του Πλούταρχου που αναφέρονται σε ΑΤΙΑ είναι ότι δεν κάνει κανέναν σχολιασμό για το φαινόμενο, όπως συνηθίζει σε άλλες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η εξήγηση του γεγονότος που καταγράφει.

Μια καταγραφή ΑΤΙΑ κάνει στον βίο του Λεύκολλου. Το περιστατικό συνέβη στην Φρυγία, στην Μικρά Ασία, μεταξύ δυο αντίπαλων στρατοπέδων, των Ρωμαίων του Λεύκολλου από την μια και από την άλλη του Μάριου, ενός αποστάτη Ρωμαίου στρατηγού των στρατευμάτων του Μιθριδάτη.

«Ξαφνικά ο αέρας άνοιξε και φάνηκε ότι κατέβαινε ένα τεράστιο φλογοειδές σώμα στο μέσο των στρατοπέδων. Το σχήμα του έμοιαζε με πιθάρι και είχε χρώμα ασημί που έμοιαζε πυρακτωμένο. Αυτή η εμφάνιση έκανε τις δυο πλευρές να φοβηθούν και να διαχωριστούν. Αυτό λένε ότι έγινε στην Φρυγία κοντά στις ονομαζόμενες Οτρύες».

Τι ήταν αυτό που είδανε οι στρατιώτες των δυο αντίπαλων στρατών και άφησαν την μάχη τρέχοντας ο καθένας προς την πλευρά του κατατρομαγμένος; Η περιγραφή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις σύγχρονες για τους ιπτάμενους δίσκους, ωστόσο δεν μπορούμε να την εκλάβουμε σαν τέτοια, γιατί περισσότερο θυμίζει πτώση μετεωρίτη.

Στον βίο του Καίσαρα ο Πλούταρχος κάνει λόγο για τα σημάδια που φάνηκαν και προμήνυαν ένα μεγάλο κακό, την δολοφονία του μεγάλου Ρωμαίου στρατηγού: «Λένε ότι φάνηκαν σημεία θαυμαστά και φαντάσματα. Φώτα που βρίσκονταν στον ουρανό και χτύποι διαφορετικοί κατά την νύχτα, που ακούγονταν από παντού, αλλά και πουλιά ήμερα που κατέβαιναν στην αγορά, που ίσως δεν αξίζει να τα μνημονεύσουμε για ένα τόσο μεγάλο πάθημα. Ο Στράβων ο φιλόσοφος εξιστορεί ότι φάνηκαν πολλοί άνθρωποι που ήταν διάπυροι και επιτίθονταν και ο βοηθός ενός στρατιώτη από το χέρι του έβγαλε πολλή φλόγα και όσοι τον έβλεπαν νόμιζαν ότι καιγόταν, όταν όμως έσβησε δεν είχε πάθει κανένα κακό ο άνθρωπος».

Φώτα στον ουρανό και άνθρωποι που έβγαζαν φωτιά, που καίγονταν αλλά δεν καίγονταν! Όλα αυτά δοκιμάζουν την λογική μας. Τα απορρίπτουμε λέγοντας ότι είναι φαντασίες ή αφήνουμε ένα παραθυράκι στην αλήθεια που ίσως κρύβουν; Αλλά ας συνεχίσουμε και με άλλες διηγήσεις.

Στο βίο του Μάρκελλου ο Πλούταρχος εξιστορεί τον πόλεμο των Ρωμαίων με την Κέλτικη φυλή των Ινσόμβρων και αναφέρει τα εξής: «Όταν οι ύπατοι Φλαμίνιος και Φούριος εκστράτευσαν με μεγάλη δύναμη κατά των Ινσόμβρων, το ποτάμι στην περιοχή Πικηνίδα φάνηκε ότι έρεε αίμα, ειπώθηκε μάλιστα ότι στην πόλη Αρίμινο φάνηκαν τρία φεγγάρια». Δηλαδή τρεις φωτεινοί δίσκοι, μάλιστα όχι οριζόντιοι, αλλά κάθετοι…

Σ’ ένα άρθρο είναι αδύνατο να αναφερθούν όλα τα παράξενα και θαυμαστά που κατέγραψαν οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά για να μην σας αφήσω παραπονεμένους αντί επιλόγου θα σας δώσω μια ακόμα διήγηση αλλόκοτου φαινομένου. Γράφει λοιπόν ο Πλούταρχος στη βιογραφία του βασιλιά Πύρρου τι έγινε λίγο πριν εκείνος σκοτωθεί: «Μέγα σημάδι έγινε στον Πύρρο. Τα κεφάλια των θυσιασμένων βοδιών που κείτονταν κομμένα, έβγαλαν τις γλώσσες τους και ρουφούσαν το αίμα τους».

Το βιβλίο του Αντώνη Αντωνιάδη Παράξενες Διηγήσεις Αρχαίων Ελλήνων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άλλωστε.