Ένα φάντασμα ταξιδεύει

Η σύγχρονη λαογραφική έρευνα έχει ανακαλύψει μοτίβα που αποτελούν μετεξελιγμένα παλαιότερα αρχέτυπα. Ένα απ’ αυτά είναι οι συναντήσεις με μαυροφόρες παράξενες γριές που κάποιοι κάπου κάποτε συνάντησαν και τους προκάλεσαν φόβο, ενώ συνδέθηκαν με δυσοίωνα συμβάντα για τον μάρτυρα ή την περιοχή.

 Μια από τις πρώτες σχετικά ιστορίες που αναφέρονται στον ελληνικό τύπο την βρίσκουμε στην εφημερίδα Βραδυνή στις 22 Ιουνίου 1950. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο αυτοκινητιστής κ. Γεώργιος Γούλιας από την Θεσσαλονίκη έκανε τακτικά δρομολόγια με το ταξί του από  την Θεσσαλονίκη στην Κοζάνη. Εκείνα τα χρόνια ο καθένας που διέθετε λίγα χρήματα προτιμούσε να ταξιδεύσει με ταξί παρά με τα σαραβαλιασμένα λεωφορεία, αφού και η οικονομική διαφορά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Μια μέρα που γύριζε άδειος από την Κοζάνη, μια γριά σε μια στροφή της Καστανιάς του έκανε νόημα να σταματήσει. Ήταν μαυροφορεμένη και στηριζόταν σ’ ένα ραβδί. Όταν την είδε από κοντά του έδινε την εντύπωση ζωντανού… σκελετού. Ήταν τόσο αδύνατη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Αυτή τη σκέψη έκανε όταν είδε ότι του απαντούσε στα ερωτήματα του με νοήματα ή με μια φωνή που θαρρούσε πως δεν έβγαινε από μέσα της, αλλά από τα κατάβαθα της γης. Την έβαλε να καθίσει πίσω, και την παρατηρούσε από το καθρεπτάκι. Κάποια στιγμή έγειρε στο κάθισμα κι ο Γούλιας έπαψε να την ρωτά σκεπτόμενος ότι ήταν κουρασμένη και είχε γείρει. Στο πρώτο χωριό που θα έφτανε θα την ξυπνούσε. Πριν διανύσει όμως δέκα χιλιόμετρα, σε μια στροφή, φρενάρισε απότομα για να αποφύγει ένα φορτηγό, και κοιτώντας πίσω διαπίστωσε πως η γριά έλειπε. Ο ταξιτζής φοβήθηκε μήπως είχε πεταχτεί έξω, σταμάτησε κι έψαξε φωνάζοντας, αλλά χωρίς να βρει τίποτα. Μήνες μετά γύριζε πάλι αδειανός από Κοζάνη όταν την ξαναβρήκε στο ίδιο σημείο. Την πήρε και την ρώτησε τι είχε συμβεί. «Τίποτε» απάντησε εκείνη. Μετά από μισή ώρα πάλι εξαφανίστηκε. Ο ταξιτζής κόντευε να τρελαθεί. Άλλοι του έλεγαν πως είχε πάρει κάποια τρελή που πηδούσε από το ταξί ή πως ήταν ο ίδιος τρελός. Άλλα το μυστήριο τρίτωσε. Το μεγάλο Σάββατο του 1940 γύριζε πάλι αδειανός όταν ξαναείδε στο ίδιο σημείο την μυστηριώδη γριούλα. Την πήρε, ασφάλισε τις πόρτες και δεν την έχασε από τα μάτια του. Όταν έφτασε περίπου στο σημείο που την έχασε τις προηγούμενες φορές, τι να δει… «Σιγά, σιγά βλέπω την γριούλα να… εξαϋλώνετε,  έτσι όπως ήταν καθισμένη στην θέση της. Τα μαύρα της ρούχα γίνονταν λευκά. Η μορφή της νεανική. Μα πάντα με όψη πονεμένη. Μου έφυγε από τον τρόμο μου το τιμόνι από τα χέρια. Λίγο και θα έπεφτα στο γκρεμό. Μόλις σταμάτησα σταυροκοπήθηκα τρέμοντας. Σίγουρα φάντασμα ήταν η γριούλα. Κι άρχισα να προσεύχομαι δυνατά. Οπότε νιώθω μια θερμή πνοή να περνά από κοντά μου κι ακούω ένα τρανταχτό γέλιο, γεμάτο σαρκασμό. Από την ημέρα εκείνη δεν ξανασυνάντησα την επιβάτιδα φάντασμα. Έμαθα όμως ότι στο μέρος που την έβλεπα και την έπαιρνα στο αυτοκίνητο μου, προ ετών είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ατύχημα μια κοπέλα που γύριζε νύφη στο χωριό της στην Νεάπολη. Όπως ήταν από την εκκλησία με το νυφικό της. Όλοι δε όσοι άκουσαν την ιστορία μου παραδέχτηκαν ότι ή γριά ήταν το στοιχειό της.»