The Red Book – C.G.Jung

Της Δήμητρας Παράσχου

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 8ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

«Ψυχή μου πολύτιμη, που βρίσκεσαι; Με ακούς; Σου μιλώ, σε καλώ- είσαι εκεί; Επέστρεψα, είμαι και πάλι εδώ. Έδιωξα από πάνω μου τη σκόνη από όλες τις περιοχές που διάβηκα και ήρθα σε σένα, είμαι πάλι κοντά σου. Μετά από τόσα χρόνια περιπλάνησης, είμαι πάλι ευτυχώς μαζί σου.»

C.G.Jung, The Red Book

   Εν έτει 1907, ο ανερχόμενος τότε ψυχαναλυτής και ψυχίατρος Carl G. Jung συναντά από κοντά τον ήδη διάσημο Sigmund Freud, με τον τελευταίο να αποτελεί το ίνδαλμα του πρώτου. Εκείνη η συνάντηση θα είναι η απαρχή μίας φιλίας, η οποία θα σμιλέψει και τους δύο σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ο Jung θα δει τον Freud σαν μέντορα, ενώ ο Freud θα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τις θεραπευτικές απόψεις του Jung πάνω στην ψυχανάλυση.

Η αλληλογραφία τους διαρκεί 6 χρόνια (όσο και η φιλία τους) και θα ολοκληρωθεί τον Μάιο του 1913 καθώς πλέον οι δύο αυτές προσωπικότητες έχουν αγεφύρωτα χάσματα πάνω σε βασικές ψυχαναλυτικές έννοιες, όπως για παράδειγμα την έννοια του libido και από πού αυτή πηγάζει, καθώς και για την φύση του ασυνείδητου. Σε γενικές γραμμές ο Jung δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην παρουσία του συλλογικού ασυνείδητου και στους συμβολισμούς του, με τον Freud να κρατά αντίθετη στάση. Εν τέλει θα σταματήσουν την επικοινωνία τους και ο καθένας θα αφοσιωθεί στην δική του θεραπευτική θεωρία.

   Την ίδια χρονιά της οριστικής ρήξης με τον Freud, ο Jung άρχισε ένα προσωπικό ψυχοθεραπευτικό ταξίδι. Φαίνεται πως η διάσπαση της φιλία του με τον Freud τον είχε επηρεάσει βαθύτατα καθώς για κάποιους μήνες μετά αντιλαμβανόταν να κατακλύζεται από εικόνες που τον προβλημάτιζαν αλλά και που δεν μπορούσε να εξηγήσει θεραπευτικά. Πεπεισμένος ότι περνά μία «ψυχωτική» φάση, ξεκίνησε μία εσωτερική ψυχοθεραπευτική πορεία με σκοπό να καταγράψει τις εικόνες που πήγαζαν από το ασυνείδητο του, σε μία προσπάθεια να κατανοήσει και ο ίδιος τον εαυτό του. Σε αυτή τη διαδικασία φαίνεται πως μπήκε περίπου προς τον Δεκέμβριο του 1913, όπου και άρχισε να καταγράφει τις εμπειρίες του. Τα γραπτά του σχετικά με αυτή την προσωπική διαδικασία ολοκληρώνονται το 1930, και φτάνουν περίπου τις 500 σελίδες, με κείμενα αλλά και σκίτσα των εσωτερικών του απεικονίσεων. Αν και στην αρχή ξεκίνησε να γράφει σε φύλλα πάπυρου, το γεγονός ότι το μελάνι δεν αποτυπωνόταν σωστά και «έσταζε» στις σελίδες κατέστησε αυτή την ιδέα ως μη λειτουργική. Προμηθεύτηκε ένα μεγάλο κόκκινο σημειωματάριο- κάτι που έδωσε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το Κόκκινο Βιβλίο” ( The Red Book) στην πρώτη έκδοση του το 2009. Ο ίδιος ο Jung δεν είχε σκοπό να εκδόσει τις σημειώσεις του αυτές, και απλώς είχε βάλει τον προσωπικό τίτλο “Liber Novus”, δηλαδή το Νέο Βιβλίο σαν μία αποτύπωση του νέου ανθρώπου που ένιωθε ότι ήταν μετά από την θεραπευτική διαδικασία στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του.

   Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον Δεκέμβριο του 1913, ο Jung έβαζε τον εαυτό καθημερινά στην ίδια διαδικασία: πολύ συνειδητά ξεκινούσε να σκέφτεται μια φανταστική ιστορία και έπειτα έμπαινε σε αυτή νοητικά και συναισθηματικά σαν να την βίωνε πραγματικά. Οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο εντυπωσιακές, γεμάτες λεπτομέρεια, χρώματα και διαφορετικές απεικονίσεις. Ο ίδιος έγραψε στις σημειώσεις του πως ήθελε να παρατηρήσει τις διαδικασίες που συνέβαιναν στην ψυχοσύνθεση του όταν η συνειδητότητα του ήταν απούσα, ενώ παράλληλα ήθελε να δώσει χώρο στο ασυνείδητο του ώστε να εμφανίσει το βάθος των συμβόλων του.

   Οι απεικονίσεις του ξεκινούν με του μύθους με τους οποίους μεγάλωσε ως παιδί, με θρυλικούς ήρωες (όπως τον Siegfried, τον σημαντικότερο ήρωα της γερμανικής μυθολογίας) να πολεμούν και να σκοτώνονται. Ο ίδιος σημειώνει την επίδραση της παιδικής του ηλικίας στο ασυνείδητο του καθώς και τον συνδυασμό των διάφορων μύθων στη δημιουργία εσωτερικών συμβολισμών. Επίσης κυρίαρχο ρόλο αρχικά παίζει και η εικόνα της Σαλώμης ως την επιτομή της θηλυκότητας αλλά και της ψυχολογικής του σύνδεσης με τις προσωπικές του αρχέγονες εικόνες του θηλυκού. Ας μην ξεχνάμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η γυναίκα είχε μία πιο συντηρική εικόνα σε σχέση με αυτή της Σαλώμης που κρυβόταν στο ασυνείδητο του Jung.

   Μία (φανταστική) φιγούρα που παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των ψυχοθεραπευτικών 17 ετών στον ίδιο τον Jung είναι ο Φιλήμων (Philemon), ένας εσωτερικός οδηγός προς τα βάθη του ασυνείδητου. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που αυτή η αρχετυπική μορφή κάνει την εμφάνιση της στον ψυχολογικό κόσμο του Jung (τον αναφέρει σε προηγούμενα συγγράμματα του) ωστόσο τώρα η σημασία της είναι σημαντικότερη και εμφανέστερη, εξ ου και αποτυπώνεται και ζωγραφικά στο κόκκινο σημειωματάριο του. Καθώς ο Jung προχωρά στην εξερεύνηση του εσωτερικού του κόσμου, σημειώνει ότι ο Φιλήμων είναι ουσιαστικά «η ανώτερη γνώση, η οποία μου έμαθε να διατηρώ ψυχολογική αντικειμενικότητα καθώς και την αυθεντικότητα της ψυχής. Ουσιαστικά (ο Φιλήμων) είναι η πλήρης δομή όλων αυτών που δεν διδάχτηκα ποτέ αλλά τα μαθαίνω αυτόν τον καιρό». Σε άλλο σημείο φαίνεται να εξηγεί πως ο εσωτερικός οδηγός είναι απόρροια της φιγούρας του Φιλήμωνα που εμφανίζεται αρχικά στα έπη του Οβίδιου (43 π.Χ.- 17 μ.Χ.) καθώς και στον «Φάουστ» του Γκαίτε. Σε συνδυασμό με την βαθύτατη αγάπη του Jung για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, δημιουργήθηκε ένα κράμα επιρροών που ο ίδιος έπλασε, δημιουργώντας την εικόνα του εσωτερικού του οδηγού.

   Μέσα στις απεικονίσεις του ξεχωρίζουν και αυτές δράκων και φιδιών να ανεβαίνουν από την πυρήνα της Γης (του Εαυτού δηλαδή) και μέσα από τη φωτιά να παίρνουν υπόσταση. Ο δράκος Atmavictu («η πνοή της ζωής»)  εμφανίζεται από τον σπόρο της ζωής και μας δείχνει απειλητικά τα δόντια του. Σε μία κοντινή σελίδα, μία σαραντοποδαρούσα, η οποία περικλείει μία αδιόρατη φιγούρα, βγαίνει από μια μπάλα φωτιάς, μία υπενθύμιση από το ασυνείδητο του Jung ότι από την σαραντοποδαρούσα ξεπηδά η πεταλούδα (μία εσωτερική απεικόνιση της ψυχής). Γενικά στο Κόκκινο Βιβλίο υπάρχουν εικόνες από σκαραβαίους, αλλιγάτορες και έντομα, μαζί με δράκους, δεινόσαυρους και (τρομακτικά ζωγραφισμένα) πλάσματα της θάλασσας. Η προτίμηση του συγγραφέα προς τα ψυχρόαιμα ζώα έγινε ώστε να τονιστεί η ψυχολογική αποστασιοποίηση, σε σχέση με το να χρησιμοποιούσε θηλαστικά ή ζώα αγαπητά και αποδεκτά εν γένει από το ανθρώπινο είδος. Για άλλη μια φορά ο Jung υπογραμίζει την συμβολή του συλλογικού ασυνείδητου απέναντι σε συγκεκριμένες μορφές του ζωϊκού βασιλείου που είναι λιγότερο αγαπητές και συνειφασμένες με τον φόβο, την αγωνία αλλά και την συναισθηματική ψυχρότητα.

               Τέλος, ιδιάζουσας σημασίας είναι οι απεικονίσεις από καλλιτεχνικές παραδόσεις διαφόρων πολιτισμών. Ως μέγας λάτρης των αρχαίων πολιτισμών, ο Jung ζωγράφισε εικόνες που προέρχονταν από την παράδοση των Ινδιάνων Ναβάχο, από τους Αζτέκους, το Θιβέτ, τους Κέλτες αλλά και τους αφρικανικούς πολιτισμούς. Ακόμα, σε κάποιες απεικονίσεις του χρησιμοποίησε τον διπλό πέλεκυ των Μινωϊτών στα χέρια ενός ήρωα. Για εκείνον ένα κομβικό σημείο στη θεραπευτική του φιλοσοφία ήταν η αποκοπή του ανθρώπου από την πολιτιστική του κληρονομιά καθώς και η μη σύνδεση του με μία παγκόσμια κουλτούρα, επηρεασμένη από τα στοιχεία πολλών πολιτισμών. Μέσω της προσωπικής του ψυχοθεραπείας (και της εκτεταμένης μελέτης κλάδων όπως η ανθρωπολογία, η ιστορία της τέχνης και η μυθολογία) και της γενικότερης πρακτικής του ως ψυχίατρος, θέλησε στην πορεία να βοηθήσει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν νόημα μέσα στην ίδια τους την ύπαρξη αλλά και στην ίδια την κοινωνία.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Jung, καθ’όλη τη διάρκεια των 17 ετών της προσωπικής του ψυχοθεραπείας ήταν συνειδητός και λειτουργικός στα καθήκοντα του ως ψυχίατρος. Εξασκούσε κανονικά τις συνεδρίες του με τους θεραπευόμενους του, ενώ πήρε μέρος και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης του ελβετικού στρατού. Για εκείνον η προσωπική του θεραπεία ήταν κάτι που χρειαζόταν διαχείριση αποκλειστικά από τον ίδιο, χωρίς να έχει επίπτωση στο άμεσο περιβάλλον του. Οι εσωτερικές εικόνες που αναδύονταν ήταν μία ένδειξη των πολύπλοκων ψυχολογικών του μηχανισμών και κομμάτι του προσωπικού του ασυνείδητου- το οποίο συνδεόταν βαθύτατα με το συλλογικό ασυνείδητο. Για αυτό και εμπιστεύτηκε τις καταγραφές του αυτές σε πολύ ελάχιστους να τις δουν, χωρίς όμως να επιτρέπει να βγουν αποσπάσματα προς το ευρύ κοινό. Ο ίδιος ένιωθε σαν τον ήρωα που ξεκινά ένα ταξίδι στο άγνωστο και που τελικά επιστρέφει ακόμα πιο δυνατός και σοφός στην πατρίδα του.

    Το σημειωματάριο του C.G.Jung περιήλθε στους οικείους του μετά τον θάνατο του το 1961. Οι κληρονόμοι του αποφάσισαν τη δεκαετία του 2000 να εκδοθεί το σημειωματάριο ως βιβλίο, και το 2009 έγινε η πρώτη του επίσημη έκδοση. Έτσι έχουμε πλέον την δυνατότητα να ταξιδέψουμε στις απεικονίσεις του ασυνείδητου ενός ανθρώπου, ο οποίος με τόλμη στάθηκε απέναντι στον εαυτό του και μετέφρασε τα προσωπικά του σύμβολα με όλη τους τη δύναμη, την ομορφιά και την ασχήμια (σε κάποιες περιπτώσεις). Και αν και οι απεικονίσεις είναι αξιοθαύμαστες, ας θυμόμαστε όταν τις κοιτάμε ότι είναι ένας ψυχολογικός χάρτης που βήμα βήμα μας πηγαίνει στα άδυτα της ψυχοσύνθεσης ενός ανθρώπου που θέλησε να συνδεθεί με τον εαυτό του και την ίδια την ανθρωπότητα.

 

Jung, C.G. & Shamdasani, S. (2009). The Red Book. New York: W. W. Norton & Company.