Μονόκεροι: Μόνο στα παραμύθια ή μήπως όχι;

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 9ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth 

Ο μύθος για το πιο αγαπημένο πλάσμα των παιδικών παραμυθιών ξεκίνησε από τη Σκανδιναβία. Αποτελεί πηγή έμπνευσης για ζωγράφους , γλύπτες , ποιητές. Έγινε σύμβολο αθλητικών συλλόγων ακόμη και χωρών (Σκωτία).

Ιστορίες για τους μονόκερους συναντάμε σε πολλές περιοχές του πλανήτη από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Αναφορές για τους μονόκερους υπάρχουν στα Ορφικά, στο έργο του Πλούταρχου (Περικλής), σε ποιήματα του Αρχίλοχου, στην Παλαιά Διαθήκη (ψαλμούς του Δαυίδ και στον Ιώβ), στο Κοράνι, στην Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση (Άγιος Μάμας) επίσης στους μονόκερους αναφέρεται ο Καρλομάγνος και ο ιππότης του Ρολάνδος. Όλες περιγράφουν ένα άγριο, αδάμαστο πλάσμα γεμάτο ζωντάνια του οποίου το κέρας έχει θεραπευτικές ιδιότητες και το ίδιο συχνά συνδέεται με κάποια θεότητα. Βγάζει το κέρας του όταν είναι 50 ετών, ζει για 1000 χρόνια ή είναι αθάνατο. 

Ανάλογα την περιοχή οι μονόκεροι περιγράφονται με διαφορετική μορφή αλλά έχουν παρόμοιο συμβολισμό. Μπορούσαν να μιλούν ανθρώπινα και να δίνουν χρησμούς. Όταν το κέρας τους έσπαγε σχηματίζονταν εικόνες στον αέρα. Είχαν τόση  δύναμη που μ' ένα χτύπημα τους μπορούσαν να σκοτώσουν ελέφαντα. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν υπήρξαν τα πλάσματα αυτά καθώς η ιστορία τους δεν συνδέεται μόνο με μυθολογικές αναφορές αλλά αποτέλεσε πρωτίστως προϊόν παρατήρησης και καταγραφής σε βιβλία φυσικής ιστορίας. Πολύ αργότερα, αυτές οι καταγραφές μεταφέρθηκαν στη θρησκευτική και λαογραφική παράδοση. Ο μονόκερος είναι το σύμβολο του φεγγαριού, ταυτίζεται με την αγνότητα ενώ στον μεσαίωνα συμβόλιζε το Άγιο Πνεύμα αλλά και τον σατανά. Η πρώτη γνωστή απεικόνιση του μονόκερου βρίσκεται στο σπήλαιο Lascaux της Γαλλίας. Οι σπηλαιογραφίες αυτές χρονολογούνται από το 15000 π.Χ. Ο μονόκερος του σπηλαίου απεικονίζεται με δύο κέρατα το ένα πολύ κοντά στο άλλο. 

Οι πρώτες γραπτές αναφορές για τον μονόκερο χρονολογούνται γύρω στο 400 π.Χ., από τον Κτησία, Έλληνα ιστορικό και γιατρό, ο οποίος κατέγραψε στο βιβλίο του Ινδικά διηγήσεις ταξιδιωτών βρισκόμενος αιχμάλωτος στην Περσία. Ο Κτησίας ήταν ο προσωπικός γιατρός του Δαρείου του Β' και του Αρταξέρξη. Γράφει ο Κτησιάς: "Επρόκειτο για ταχύτατους, άγριους γαϊδάρους, που απαντιόνταν στα βασίλεια της Ινδίας. Ήταν μεγάλοι σαν άλογα, είχαν λεύκα σώματα, σε μια άλλη εκδοχή (πράσινο τρίχωμα) πιθανώς κόκκινα κεφάλια και σκούρα μπλε μάτια· και ένα κέρατο στο μέτωπό τους, περίπου έναν πήχη και μισό σε μήκος  (σχεδόν 1 μέτρο). Το κέρατο τους ήταν χρώματος λευκού, μαύρου και κόκκινου και τα ζώα αυτά ήταν τόσο γοργά και δυνατά, που κανένα πλάσμα, ούτε άλογο ούτε τίποτε άλλο δεν μπορούσε να τα ξεπεράσει". Ο Αριστοτέλης, επηρεασμένος από τον Κτησία, αναφέρει δύο μονοκέρατα ζώα, το Oryx (είδος αντιλόπης) και τον αποκαλούμενο Ινδικό Γάιδαρο. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι στον Καύκασο υπήρχαν άλογα με ένα κέρατο και κεφάλι που προσομοίαζε με ελάφι. Ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης κατά τον 6ο αιώνα π. Χ., στην Κοσμογραφία του μετά από μελέτη κάποιων μπρούτζινων αγαλματιδίων στην αυλή του βασιλιά της Αιθιοπίας περιγράφει τον μονόκερο ως άγριο θηρίο που είναι αδύνατον να το αιχμαλωτίσει κανείς ζωντανό και που η δύναμή του επικεντρώνεται στο κέρατο που έχει στο μέτωπο του. 

Στην ύπαρξη μονόκερων στην Ινδία αναφέρεται και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Σε σφραγίδες που συνδέονται με τον πολιτισμό Harappan των βορειοδυτικών περιοχών της Νότιας Ασίας (σημερινό βορειοανατολικό Αφγανιστάν έως το Πακιστάν και νοτιοδυτική Ινδία –τότε γνωστή ως Κοιλάδα Indus) κατά την Εποχή του Μπρούντζου (3300 – 1300 π.Χ., με ακμή μεταξύ 2600 – 1900 π.Χ.), βρέθηκαν αναπαραστάσεις ζώων με ένα κέρατο που ώθησαν τους μετέπειτα μελετητές στην πεποίθηση ότι πρόκειται για μονόκερο, περιγράφοντας το ζώο ως άγριο και γεμάτο ζωντάνια, αλλά που θα μπορούσε εξίσου να πρόκειται για ταύρο σε τέλειο προφίλ. Οι σφραγίδες αυτές χρησιμοποιούνταν συχνά στην εποχή τους ως σύμβολο αριστοκρατικής καταγωγής. Οι μύθοι της Ινδίας επηρέασαν τις γραπτές παραδόσεις της Μεσοποταμίας , ιδιαίτερα το έπος του Γκιλγαμές. Μονόκεροι επίσης απεικονίζονται σε σφραγίδες και θυρεούς των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων. Ο πιο διάσημος θυρεός με μονόκερο είναι αυτός του βασιλιά της Σκωτίας James III που χρονολογείται στις αρχές του 15 αιώνα. Εκτός από τις προαναφερθείσες αναφορές των σφραγίδων της κοιλάδας Indus, στις Ινδικές Vedas, στα επικά ποιήματα Rāmāyaņa και Mahābhārata, αλλά και σε βουδιστικά κείμενα όπως το Khuddaka Nikāya, αναφέρεται η ιστορία ενός αγοριού με το όνομα Ŗśyaśŗńga, που ήταν γιός του ερημίτη Vibhāņdaka. 

Σύμφωνα με την ιστορία, το αγόρι ανατράφηκε μες στη μέση του δάσους σε απομόνωση και λόγω αυτού, ακόμα και μετά την ενηλικίωση του, του ήταν άγνωστο το άλλο φύλο. Η μητέρα του ήταν ένα θηλυκό ελαφοειδές πλάσμα του δάσους, ένα mŗgī. Συνέλαβε το αγόρι με μαγικό τρόπο μέσα από τα νερά ενός ποταμού στον οποίο είχε βουτήξει ο ερημίτης παρακολουθώντας μια ποθητή νύμφη. Κατά συνέπεια, το αγόρι γεννήθηκε ως σύνθετο πλάσμα, έχοντας ένα μοναδικό κέρατο να φυτρώνει στο κεφάλι του. Κατά τα άλλα όμως, επρόκειτο για ένα υγιέστατο ανθρώπινο αγοράκι. Ονομάστηκε Ŗśyaśŗńga λόγω του κέρατου (ŗśya) που έφερε. Αργότερα, το αγόρι αυτό μαθήτευσε στην Πνευματική Ατραπό. Σε άλλες πηγές βρίσκουμε ότι το κέρας του μονόκερου χρησιμοποιούνταν ως εργαλείο κατά τη διάρκεια πνευματικών τελετουργικών συνδεόμενων με τη βεδική παράδοση. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Βουκεφάλα. Σύμφωνα με την οποία ο Βουκεφάλας ήταν ένας μονόκερος. 

Στην περιοχή Badakshan στο σημερινό Αφγανιστάν αναφέρεται ότι υπήρχαν απόγονοι του Βουκεφάλα. Όταν ο βασιλιάς ζήτησε από τον ιδιοκτήτη να του δώσει κάποιους, αυτός αρνήθηκε και ο βασιλιάς τον σκότωσε. Τότε η γυναίκα του για εκδίκηση σκότωσε όλα τα άλογα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 μ.Χ.), περιέγραφε ένα πλάσμα άγριο, που μοιάζει στο σώμα με το άλογο, αλλά στο κεφάλι με ελάφι, στα πόδια με ελέφαντα, στην ουρά με αγριόχοιρο. Έχει βαθύ μουγκρητό και ένα μοναδικό κέρας, τρία πόδια μακρύ, που φύτρωνε από το μέσον του μετώπου του και λεγόταν ότι είναι αδύνατον το πλάσμα αυτό να αιχμαλωτιστεί ζωντανό. Φυσικά, αργότερα εξακριβώθηκε ότι ο Πλίνιος μάλλον αναφερόταν στον ρινόκερο, που για πολύ καιρό κατά την αρχαιότητα (μέχρι ακόμα και τα χρόνια του Μάρκο Πόλο, 1254 – 1324) πιστευόταν ότι επρόκειτο για τον μονόκερο. Αναφορά στους μονόκερους γίνονταν και στα λατινικά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Γάιος Ιούλιος Καίσαρας το 50 π.Χ. στο Bellum Gallicum αναφέρει για τον μονόκερο ότι μοιάζει με ελάφι, με ένα μόνο κέρατο στη μέση του μετώπου ανάμεσα στα μάτια. Ο Αιλιανός (175 – 235 μ.Χ.), στο Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος, "De natura animalium", κάνει αναφορά στον Κτησία και προσθέτει ότι στην Ινδία επίσης ενδημεί ένα μονοκέρατο άλογο και λέει ότι αυτός ο  «μονόκερος», μερικές φορές ονομαζόταν και καρτάζωνος, που ίσως είναι η εξελληνισμένη μορφή της αραβικής λέξεως karkadann, που σημαίνει ρινόκερος. 

Στον 2ο αί μ.Χ. στο βιβλίο "Ο Φυσιολόγος" του οποίου ο συγγραφέας παραμένει άγνωστος περιγράφεται ο μονόκερος με μέγεθος αίγας. Στο βιβλίο επίσης αναφέρονται τρόποι για να πιαστεί καθώς πέφτει στην παγίδα της λαγνείας. Στην Κίνα και στην Ιαπωνία, υπάρχει ένα αντίστοιχο πλάσμα, μυθολογικής προελεύσεως αυτή τη φορά, ονόματι ch’i-lin ή qilin, ή kirin. Οι πιο πρώιμες αναφορές σχετικά με αυτό το πλάσμα χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το Li Chi, ή Βιβλίο των Τελετουργιών, πρόκειται για το σημαντικότερο από τα τέσσερα ευεργετικά, ή πνευματικά ζώα της κινέζικης παράδοσης (τα υπόλοιπα είναι ο Φοίνικας, η Χερσαία Χελώνα και ο Δράκος). Το ch’i-lin μοιάζει με ελάφι, αλλά μεγαλύτερο, έχει ουρά βοδιού και οπλές αλόγου. Έχει ένα μοναδικό κέρατο από σάρκα που βρίσκεται στο μέτωπο του, το τρίχωμα της ράχης του έχει πέντε χρώματα και το τρίχωμα της κοιλιάς του είναι κίτρινο ή καφέ. Είναι τόσο αγαθό και πράο που προσέχει πάντα να μην πατήσει ακόμα και το πιο μικροσκοπικό ζωντανό πλάσμα, ακόμα και ένα φύλλο γρασιδιού. Δεν τρέφεται με κανένα ζωντανό πλάσμα, ούτε με χορτάρι, πάρα μόνο με οτιδήποτε είναι ήδη νεκρό, η εμφάνιση του προμηνύει την εμφάνιση ή γέννηση κάποιου σοφού, δίκαιου και έντιμου ηγέτη. Το να πληγώσει κανείς το ch’i-lin ή το να το βρει νεκρό, θεωρείται κάκιστος οιωνός. Η πρώτη του εμφάνιση ήταν στον κήπο του Κίτρινου Βασιλιά Huang - ti (2697 π.Χ.). Φημολογείται ότι ζει για χίλια χρόνια, καθώς επίσης ότι ένα τέτοιο πλάσμα εμφανίστηκε στη μητέρα του Κομφούκιου Ven - Tschen- Tsai τον 6ο αι π.Χ. λίγο πριν τη γέννησή του. 

Σύμφωνα με την κινεζική παράδοση τον μονόκερο τον έφεραν τα πνεύματα πέντε πλανητών. Είχε μορφή αγελάδας με άκρα δράκοντα. Ο μονόκερος αυτός σκοτώθηκε 70 χρόνια μετά από κυνηγούς έχοντας ακόμη στο κέρας του την κορδέλα που του είχε δέσει η μητέρα του Κομφούκιου. Ο Τζέκινς Χαν λέγεται ότι δεν επιτέθηκε στις Ινδίες όταν συνάντησε έναν μονόκερο που του υποκλίθηκε. Θεώρησε ότι ήταν σημάδι από τον νεκρό πατέρα του. Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση στην Ευρώπη, περιγράφεται ως ζώο λευκού χρώματος και σχετικά μικρού μεγέθους, που μοιάζει πολύ με άλογο, αλλά έχει γενειοφόρο κεφάλι σαν του τράγου, οπλές σαν αυτές του ελαφιού, ουρά λιονταριού και ένα μακρύ, στριφτό κέρατο στο κέντρο του μετώπου. Είναι ένα άγριο και αδάμαστο πλάσμα των δασών, σύμβολο αγνότητας και χάρης που μπορεί να αιχμαλωτιστεί μόνο με τη βοήθεια μια παρθένας, η οποία είναι και η μόνη την οποία θα καταδεχτεί να προσεγγίσει, λόγω της αγνότητας της. Η κοπέλα στέκεται στο ξέφωτο και τραγουδάει και το πλάσμα μαγεύεται από την μελωδία και πέφτει στην αγκαλιά της. 

Στα μεσαιωνικά bestiaries αναφερόταν ότι το κέρας του είχε την ιδιότητα να μετατρέπει το δηλητηριασμένο νερό σε πόσιμο και να θεραπεύει διάφορες αρρώστιες όπως η επιληψία, η πανώλη, η αμνησία. Το συκώτι του θεράπευε την λέπρα, οι ζώνες και τα παπούτσια από δέρμα μονόκερου έριχναν τον πυρετό σε όποιον τα φορούσε. Αυτό έκανε το κέρατο του ασύλληπτου μονόκερου ανάρπαστο ως λάφυρο σε βασιλικές αυλές και ιερατεία, μιας και ο φόβος της δολοφονίας μέσω δηλητηρίου ήταν κάτι το σύνηθες εκείνη την εποχή. Μετά την ανακάλυψη της κερασφόρας φάλαινας narwhal, τα κέρατα αυτών των κητών πωλούνταν σαν αυθεντικά κέρατα από μονόκερο με αντίτιμο πολλαπλάσιο του βάρους τους σε χρυσάφι. Το 1650 ένα τέτοιο κέρας είχε πουληθεί από Γερμανούς εμπόρους στον πάπα στην τιμή των 90.000 scudi, (18000 λίρες Αγγλίας). Ο Odell Shepard στο έργο του "The Lorc of the Unicorn" στην περιγραφή του για τον μονόκερο αναφέρει ότι αποτελεί συνδυασμό τριών ζώων ινδικού ρινόκερου, αντιλόπης και αλόγου. Εχθρός του μονόκερου είναι ο πάνθηρας. Ο οποίος με την μυρωδιά του τον προσελκύει. Ο μονόκερος επιτίθεται με το κέρας του αλλά ο πάνθηρας με άλμα τον αποφεύγει. Το κέρας του καρφώνεται σε δέντρο και έτσι ο μονόκερος παγιδεύεται.

Μήπως η φημολογία γύρω από τους μονόκερους προέκυψε από μια αστοχία της φύσης;

Στην περιοχή Σέλιε της Σλοβενίας τον Αύγουστο του 2014 ένας κυνηγός πυροβόλησε ένα ελάφι. Το ελάφι είχε μία σπάνια δυσμορφία καθώς τα κέρατά του ενώνονταν σε ένα μεγάλο στην κορυφή του κεφαλιού του. Οι επιστήμονες που μελέτησαν το ζώο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δυσπλασία αυτή προέκυψε από κάποιο τραυματισμό που υπέστη κατά την ανάπτυξη των κεράτων του. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το American Journal of Applied Science σε συνεργασία με το Tomsk State University οι μονόκεροι ήταν συνηθισμένα ζώα που ζούσαν μαζί με τους ανθρώπους. Το μόνο κοινό που έχουν αυτά τα πλάσματα με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας είναι το κέρατο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες το πλάσμα αυτό ήταν ένα είδος ρινόκερου. Η επιστημονική ονομασία του ζώου είναι "Elasmotherium Sibirivum," που σημαίνει μονόκερος της Σιβηρίας σε ελεύθερη μετάφραση γιγάντιος ρινόκερος της Σιβηρίας. Μέχρι πρόσφατα οι ερευνητές πίστευαν ότι υπήρχε πριν 100.000 -350.000 χρόνια ωστόσο μία νέα έρευνα με επικεφαλής τον Άντριαν Λίστερ του μουσείου φυσικής ιστορίας του Λονδίνου η οποία ανέλυσε με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα 23 οστά των ρινόκερων της Σιβηρίας τοποθετεί την ύπαρξή τους 30.000-39.000 χρόνια πριν, αυτό σημαίνει πως οι μονόκεροι συνυπήρχαν με τους προϊστορικούς ανθρώπους. Αυτή η συνύπαρξη ίσως δίνει μία εξήγηση στο πως εδώ και χιλιάδες χρόνια δημιουργήθηκε ο μύθος του μονόκερου. 

Η παραπάνω έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Ecology and Evolution. Από την έρευνα προκύπτει ότι η εξαφάνιση του ρινόκερου της Σιβηρίας οφείλεται περισσότερο σε περιβαλλοντολογικούς λόγους παρά στο κυνήγι από τον άνθρωπο. Στο παρελθόν υπήρχαν 250 είδη ρινόκερων ενώ σήμερα έχουν μείνει μόνο πέντε είδη. Ο ρινόκερος της Σιβηρίας είχε πλούσιο τρίχωμα έφτανε τα δύο μέτρα ύψος τα 4,5 μέτρα μήκος και το βάρος του έφτανε στους τέσσερις τόνους. Ζούσε στα βοσκοτόπια της Ευρασίας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι όσα περισσότερα  ανακαλύπτουν για το ρινόκερο της Σιβηρίας τόσο περισσότερο και καλύτερα θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους εναπομείναντες ρινόκερους να επιβιώσουν στον πλανήτη. Μήπως όμως τελικά οι μονόκεροι είναι υπαρκτά πλάσματα; Σε ένα βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και η γνησιότητα του δεν αμφισβητείται καταγράφεται μονόκερος σε βουνό της Ελβετίας. Ανεξάρτητα αν υπήρξαν ή όχι μονόκεροι, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει ο καθένας και η καθεμία από εμάς ένα είναι σίγουρο: Να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε!