Ο ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΦΙΛΙΠΣ ΛΑΒΚΡΑΦΤ

Της Δήμητρας Παράσχου

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 9ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

«Το αρχαιότερο και πιο δυνατό συναίσθημα της ανθρωπότητας είναι ο φόβος, και ο αρχαιότερος και δυνατότερος φόβος είναι αυτός του αγνώστου.»

 

   Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (H.P. Lovecraft) γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στην πόλη Providence των Η.Π.Α. Βιώσε δύσκολα παιδικά χρόνια καθώς ο πατέρας του είχε αρκετά επεισόδια νευρικού κλονισμού και γενικά εμφάνιζε πολλαπλά σημάδια ψυχικών διαταραχών, αρκετά ώστε να είναι έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική.

Σε ηλικία μόλις 8 ετών ο Λάβκραφτ εν τέλει χάνει τον πατέρα του, ένα γεγονός που τον συγκλονίζει βαθύτατα και τον οδηγεί ήδη από τόσο μικρή ηλικία να κλειστεί στον εαυτό του, αποφεύγοντας τις «ανούσιες» (όπως τις θεωρούσε εκείνος) επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο. Η εύθραυστη υπόσταση της μητέρας του κάθε άλλο παρά βοηθούσε και, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Λάβκραφτ αρχίζει να εμφανίζει χαρακτηριστικά ψυχικής διαταραχής, με αποτέλεσμα να μένει στο σπίτι του ήδη από τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Για συντροφιά του είχε τα βιβλία και ξεκινά με φρενήρεις ρυθμούς το διάβασμα, ενώ ήδη από την ηλικία των 6 ετών έγραφε ιστορίες και μικρά μυθιστορήματα, κάποια από τα οποία θεωρήθηκαν αρκετά επιτυχημένα για ένα τόσο μικρό παιδί. Επίσης εμφάνιζε το σπάνιο χάρισμα να μπορεί να διαβάζει πάρα πολύ γρήγορα αλλά και να συγκρατεί μία πληθώρα λεπτομερειών από το εκάστοτε κείμενο. Ο κόσμος των βιβλίων είχε γίνει ουσιαστικά και δικός του κόσμος.

   Παράλληλα η οικονομική πτώση που βίωσε η οικογένεια του, κυριώτερα μετά τον θάνατο του πατέρα του αλλά και του παππού του, έρχεται να προστεθεί στις δύσκολες εμπειρίες που ο μικρός Χάουαρντ καλείται να διαχειριστεί. Από την άνεση της έπαυλης φτάνει πια να ζει σε ένα μικρότερο σπίτι μαζί με τη μητέρα του και δύο θείες του, αλλά και όλα τους τα υπάρχοντα από την έπαυλη. Το αποτέλεσμα είναι ότι στο μικρότερο αυτό σπίτι νιώθει κλειστοφοβία, ενώ του φαίνεται αρκετά αποπνικτικό με τα τόσα έπιπλα συγκεντρωμένα σε τόσο λίγο χώρο. Αυτά του τα βιώματα τα μεταφέρει στο μυθιστόρημα του «Ψυχρός Αέρας», όπου ο βασικός χαρακτήρας μένει σε ένα μικρό σπίτι, γεμάτο αντικείμενα και έπιπλα. Φαίνεται πως στο κείμενο του, η προσωπική του εμπειρία καθρεφτίζεται σε κάθε σκηνικό της πλοκής που εκτυλλίσεται, διανθισμένο από τις εικόνες του προσωπικού του ασυνείδητου- που χρωματίζεται από φοβίες, ανασφάλειες και ψυχολογικές κρίσεις. Για αυτό και δεν θα δει ο αναγνώστης να βιώνεται κάτι χαρούμενο ή έστω γνώριμα καθημερινό στην ζωή του κεντρικού ήρωα των ιστοριών του. 

    Ο Λάβκραφτ είχε έναν ευαίσθητο ψυχισμό, αλλά και εξίσου αδύναμο ανοσοποιητικό. Ήταν φιλάσθενος, ενώ συχνά έβλεπε και εφιάλτες, οι οποίοι φαίνεται να συσχετίζονταν με την εσωτερική του ανισορροπία. Προκειμένου να καταφέρει να εξωτερικεύσει τους φόβους και τις ανασφάλειες του, μετέφερε στο χαρτί φανταστικές ιστορίες τρόμου, ιδιαίτερα επηρεασμένος από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον λόρδο Ντάνσανι αλλά και τον Άρθουρ Μάχεν, συγγραφείς του τρόμου και του φανταστικού.

   Μέσα από τις διηγήσεις του, ο Λάβκραφτ μας οδηγεί όλο και πιο βαθιά στον ανθρώπινο τρόμο. Αποφεύγει επιμελώς τον διάλογο ανάμεσα στους κεντρικούς χαρακτήρες της κάθε ιστορίας, ενώ περιγράφει με λεπτομέρειες τις εξωτερικές συνθήκες, σκιαγραφώντας ένα ιδιαίτερα καταθλιπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελλίσσεται η δράση. Ο βασικός ήρωας συνήθως καταπιάνεται με τις επιστήμες και το μεταφυσικό, δύο από τα μεγαλύτερα ενδιαφέροντα του Λάβκραφτ και σημαντικά αντικείμενα μελέτης του. Ο ίδιος χαρακτήρας προσπαθεί να συνδυάσει τους επιστημονικούς νόμους με τις μεταφυσικές ανησυχίες του, κάτι που όμως σταδιακά τον οδηγεί σε πνευματική και ψυχολογική κατάπτωση, ενώ ανοίγονται πύλες προς άλλους κόσμους, αρχαιότερους από τον δικό μας. Από εκεί ξεπηδούν πλάσματα αλλόκοτα, ανίερα (όπως ο ίδιος συνηθίζει να τα περιγράφει), με μόνο σκοπό το να προξενήσουν φρίκη και τρόμο στους κατοίκους της εκάστοτε περιοχής. Εν τέλει, με κρυπτικό τρόπο ο κεντρικός ήρωας συνήθως γίνεται ένα με αυτά τα πλάσματα και την διάσταση τους ή μένει «στοιχειωμένος» από την παρουσία τους και την αποτρόπαιη όψη τους. Η γραφή του Λάβκραφτ γεμίζει από βαρύγδουπους προσδιορισμούς όπως «κυκλώπειος», «μίασμα», «ερεβώδης», κά. προκειμένου να περιγράψει την μοχθηρία και την δύναμη του σκότους που μετέφεραν αυτά τα πλάσματα. Ωστόσο δύσκολα θα βρούμε στο έργο του λεπτομερείς σκηνές γκροτέσκας βίας, αντίθετα η έμφαση δίνεται στην περιγραφή όχι μόνο της εξωτερικής εμφάνισης του κυρίαρχου κακού (στην κάθε ιστορία) αλλά και στην αντίδραση του βασικού χαρακτήρα όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτό. Παρακολουθούμε τον ήρωα να προχωρά τόσο μαγνητισμένος όσο και αηδιασμένος προς την πηγή των συμφορών, με τις δύο αυτές δυνάμεις να παλεύουν μέσα του και να νικά η έλξη προς την πηγή του τρόμου.

   Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η ανακάλυψη, από την πλευρά του βασικού χαρακτήρα, ότι στην οικογένεια του υπάρχει κάτι μη φυσιολογικό, όπως μια κατάρα ή μία αλλόκοτη μολυσματική ασθένεια που προέρχεται από κάποιο κακόβουλο πλάσμα. Γενικά οι δυστυχίες των ανθρώπων φαίνεται μέσα στα βιβλία του να προέρχονται από πλάσματα που δεν μπορεί καν να συλλάβει η φαντασία κανενός, πλάσματα που είναι αρχαιότερα από τον οποιοδήποτε ανθρώπινο πολιτισμό και που η κατοικία τους είναι σε άλλες διαστάσεις.  Το συγκεκριμένο μοτίβο προέρχεται αρχικά από τον φόβο του ίδιου του Λάβκραφτ για μολυσματικές ασθένειες που μπορεί να υπήρχαν στην οικογένεια του και να πέρασαν στον ίδιο. Τα κακά πλάσματα σε αυτή την υπόθεση είναι οι πρόγονοι, οι οποίοι θέλουν να πάρουν τη ζωή του ήρωα με το να μολύνουν το αίμα του ή να καταραστούν τους απογόνους του.

Η μετακίνηση του στο Μπρούκλυν  της Νέας Υόρκης μαζί με τη σύζυγό του το 1924 τόνισε ακόμα περισσότερο τις φοβίες του απέναντι στους ανθρώπους, ενώ του δημιουργείται απέχθεια για τη «βρώμικη πόλη» στην οποία αναγκάστηκε να μείνει, καθώς και τους κατοίκους της. Στο μυθιστόρημα του «Η Σκιά πάνω από το Ίνσμουθ»  ουσιαστικά μεταφέρει τον τρόπο που έβλεπε το Μπρούκλυν, ένα μέρος στο οποίο παραμόνευε το κακό σε κάθε της γωνιά, με τους κατοίκους να είναι αλλόκοτοι στην όψη. Το διαφορετικό τον τρόμαζε, ενώ απεχθανόταν την βρωμιά που έβρισκε στη μεγαλούπολη, σε αντίθεση με το Providence από όπου και προερχόταν. Άλλωστε η επαφή με τόσους πολλούς ανθρώπους ήταν κάτι που τον δυσκόλευε και τον τρόμαζε ως διαχείριση, κάτι που τον οδήγησε (μετά το διαζύγιο του) να επιστρέψει στην γενέτειρα του.

   Εκεί διανύει μία από τις πλέον δημιουργικές του περιόδους. Απορροφάται πλήρως από τη συγγραφή μυθιστορημάτων τρόμου, τονίζοντας ακόμα μερικά χαρακτηριστικά από την προσωπική του καθημερινότητα: την απέχθεια του για τα θαλασσινά και την λατρεία του για το παρελθόν και τους αρχαίους πολιτισμούς. Πίστευε πως στην αρχαιότητα υπήρχαν μεγαλύτερες δυνάμεις- αν και ο ίδιος δεν ήταν καθόλου θρήσκος- για αυτό και δημιούργησε στην μυθολογία Κθούλου έναν φανταστικό (και συνάμα αποτρόπαιο) κόσμο από αρχαία πλάσματα που κατείχαν μεγάλη δύναμη, μεγαλύτερη από όση μπορούσε κανείς να φανταστεί. Δεν είναι βέβαια τυχαίο που ο δυνατότερος εκφραστής του κακού είχε την όψη χταποδιού, μία μορφή που στοίχειωνε τα όνειρα του μικρού Χάουαρντ από νωρίς. Καθώς μέσα του δεν μπορούσε να βρει την ηρεμία, ταλανιζόταν από τους προσωπικούς του εφιάλτες που προσπαθούσε να ξορκίσει γράφοντας τους στο χαρτί.

    Όταν κανείς διαβάζει τα βιβλία του, μαγεύεται ακόμα και τώρα από τις περιγραφές του, από τη δυνατότητα που έχει να περιγράφει την νοσηρότητα μιας μορφής και του περιβάλλοντος στο οποίο αυτή καταφέρνει να έχει επιρροή. Τα πνεύματα, τα τέρατα, τα στοιχειά, όλα καταφέρνουν να περάσουν την πύλη του ανθρώπινου κόσμου και να τον επηρεάσουν κατά το δοκούν, καταφέρνοντας να οδηγήσουν τους κεντρικούς ήρωες στην τρέλα και τον θάνατο. Ο αναγνώστης ακολουθεί το νήμα της διήγησης, το οποίο και πηγαίνει προς μία όχι θετικά υποσχόμενη κατεύθυνση: παρ΄όλα αυτά δεν μπορεί να ξεφύγει από τη νοσηρή γοητεία των όσων εκτυλίγονται μπροστά του, παγιδευμένος και εκείνος σαν τον βασικό πρωταγωνιστή σε ένα μοιραίο τέλος, το οποίο ξεφεύγει από τα όρια του πρακτικού νου. Ο Λάβκραφτ, έχοντας βιώσει τις χειρότερες πτυχές του εαυτού του και της οικογένειας του, επιδεικνύει την αφοβία του να διηγηθεί την ύπαρξη φρικτών τεράτων και καταστάσεων που διασαλεύουν και την πιο δυνατή καρδιά. Το σθένος που δεν μπόρεσε να επιδείξει στην καθημερινότητα του, το διοχέτευε όλο στο να εξιστορήσει τρομακτικές ιστορίες που βιώνουν χαρακτήρες απλοί, σαν αυτούς που βλέπει ο καθένας στην καθημερινότητα του. Εκεί είναι που θέτει την πρόκληση: θα μπορέσει ο αναγνώστης να βγει αλώβητος από την επαφή του με το κακό, ή, θα βυθιστεί μέσα στις σκιές του τρόμου και της απόγνωσης; Ο ίδιος έγραφε με πάθος, αλλά ζούσε φοβισμένος μέσα στο σπίτι του, αρνούμενος να επιφέρει την κάθαρση στα εσωτερικά του τέρατα. Εκείνος δεν κατάφερνε να τους ξεφύγει...θα μπορέσει ο αναγνώστης του να ξεφύγει από τους ίσκιους που προβάλλουν πάνω από το προσωπικό τους Ίνσμουθ;