Η νεράιδα στην ελληνική παράδοση

Της Ματίνας Μαντά

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 10ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

Όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, έτσι και στον ελληνικό χώρο η νεράιδα αποτελεί χαρακτηριστικό λαογραφικό στοιχείο. Ο πατέρας της λαογραφίας, ο Νικόλαος Πολίτης, μας διασώζει δεκάδες ιστορίες από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Αυτό, αν μη τι άλλο αποδεικνύει ότι το μοτίβο της νεράιδας κατάφερε να «περάσει» και στη δική μας κουλτούρα, καθώς λίγο πολύ στο παρελθόν επηρέαζε πολλές χώρες, όπως την Αγγλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Τι γίνεται όμως με την ελληνική λαογραφία; Ποιες ήταν οι νεράιδες της παράδοσης μας;

Πρώτο ερώτημα που θα απασχολούσε τον ερευνητή, είναι γιατί ονομάστηκαν έτσι… Η λέξη «νεράιδα» μας παραπέμπει ετυμολογικά στην λέξη «νερό». Αυτό είναι λογικό, καθώς οι νεράιδες της ελληνικής παράδοσης συνδέονται πολύ με το υγρό στοιχείο: στους τόπους κατοικίας τους άνηκαν τα ρέματα, τα ρυάκια, οι πηγές, οι βρύσες και γενικότερα μέρη που είχαν να κάνουν με το νερό. Η λέξη επίσης συνδέεται ετυμολογικά και με τη λέξη «Νηρηίδα». Ουσιαστικά, οι Νηρηίδες (μαζί με τις υπόλοιπες νύμφες) ήταν οι αρχαίες νεράιδες. Στην αρχαιότητα, οι Νηρηίδες ήταν  οι πενήντα κόρες του Νηρέα, νύμφες της θάλασσας. Τις φαντάζονταν να κολυμπούν μαζί με δελφίνια και πιστευόταν ότι είχαν τη δύναμη να επηρεάζουν την όψη της θάλασσας.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι αρχαίες Νηρηίδες είχαν περισσότερη σχέση με τις γοργόνες, παρά με την νεράιδα της νεοελληνικής παράδοσης. Γενικά, η φύση του νερού επηρέασε και τα δύο πλάσματα στην ελληνική αντίληψη: η Νηρηίδα χάνεται στους βυθούς, όπως οι γοργόνες των παλιών θρύλων, η δε νεράιδα της νεοελληνικής παράδοσης είναι κάτι ασύλληπτο κι εξωτικό για τους απλούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα να «σβήνει» κι αυτή στις δικές της πραγματικότητες (γι’ αυτό εξάλλου η νεράιδα κι όλα τα παρεμφερή φανταστικά όντα χαράχτηκαν στη σκέψη των λαών ως «ξωτικά»). Τόσο το πλάσμα της αρχαίας παράδοσης, όσο κι αυτό της νεοελληνικής χάνονται στους δικούς τους τόπους.

Οι αρχαίες νύμφες της θάλασσας λοιπόν, οι Νηρηίδες, «αναδύθηκαν» στη φαντασία του ελληνικού λαού, αυτή τη φορά ως νεράιδες. Κατοικούσαν πάλι κοντά στο υγρό στοιχείο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παλιοί έλληνες τις «έβλεπαν» μόνο στα συγκεκριμένα σημεία. Πίστευαν ότι κατοικούσαν επίσης σε δάση, σπηλιές, αλώνια… Γενικά υπήρχε η αντίληψη ότι έβγαιναν το μεσημέρι, αλλά και τα μεσάνυχτα. Περνούσαν το χρόνο τους τραγουδώντας και χορεύοντας. Πιστευόταν – και στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό – ότι ο χορός τους άφηνε κύκλους μανιταριών (γνωστά στην αγγλική γλώσσα και ως “fairy rings”), πάνω στους οποίους απαγορευόταν να πατήσει κανείς, διότι θα εγκλωβιζόταν στον κόσμο τους. Οι άνθρωποι λίγο πολύ πίστευαν ότι πρέπει να αποφεύγεται οτιδήποτε έχει σχέση με τις νεράιδες, καθώς – ακόμα κι αν αυτές ήταν καλές – η πραγματικότητα τους δεν έχει καμία σχέση με την ανθρώπινη διάσταση. Το αποτέλεσμα ήταν ο νεραϊδοπαρμένος να «εγκλωβιστεί» στον κόσμο τους. Ακόμα και ο χρόνος τους δεν έχει πάντα σχέση με τον δικό μας. Λεγόταν ότι άνθρωποι που συντρόφευσαν τις παράξενες συγκεντρώσεις τους χάθηκαν για χρόνια ολόκληρα, ενώ οι ίδιοι πίστευαν ότι δεν έλειπαν πάνω από λίγες ώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγγλική ονομασία για τη νεράιδα είναι “fairy”: πολύ παλιά, η λέξη γραφόταν “faerie” και δεν σήμαινε τα ξωτικά, αλλά τον τόπο τους, τη διάσταση τους. H δε νεράιδα – αυθεντικά – ονομάζονταν “Fay”. Η συγκεκριμένη λέξη συνδέεται με τη λέξη “Spray”, που με τη σειρά της συνδέεται με τη λέξη spirit (= πνεύμα), παλιά όμως αναφερόταν στο πνεύμα που εμφανίζεται φευγαλέα με τη μορφή στροβίλου, δροσιάς ή ανεξήγητου περαστικού ψύχους, φαινόμενα δηλαδή που σχετίζονταν με την παρουσία τους. Καλό θα ήταν επίσης να προσέξουμε και την πρώτη συλλαβή της λέξη: Fa στα αρχαία Κέλτικα σήμαινε «αδελφός», γι’ αυτό και οι Ιρλανδοί αποκαλούσαν τα ξωτικά και τις νεράιδες «καλούς γείτονες».

Στον ελληνικό χώρο πάντως, οι άνθρωποι δεν επιδίωκαν ιδιαίτερες επαφές με νεράιδες. Στην ουσία, γι΄ αυτούς οι «ξωθιές» τότε ήταν ταυτόσημες με τον διάβολο. Παρόλο που η εντύπωση που έχει δημιουργήσει η νεράιδα στη σύγχρονη φαντασία είναι μάλλον θετική, εντούτοις παλιά τις φοβόντουσαν, σχεδόν τις είχαν συνδέσει με το διαβολικό στοιχείο… Αυτή η εντύπωση οφειλόταν στη γενικότερη «δράση» της νεράιδας (όπως τουλάχιστον τη φαντάζονταν οι χωρικοί), που δεν ήταν ιδιαίτερα καλοπροαίρετη: υπήρχε η πίστη ότι άρπαζαν νεογέννητα, όμορφα μωρά και στη θέση τους έβαζαν τα δικά τους που ήταν απαίσια στην όψη. Επίσης, για κανένα λόγο δεν έπρεπε το υποψήφιο θύμα να πάρει φαγητό ή ποτό από τα ξωτικά, εκτός αν του έδιναν μαζί μ’ αυτά αλάτι. «Αν φας το φαγητό των ξωτικών, θα παγιδευτείς εδώ για πάντα» (Ανώνυμος, 1905). Ακόμη, λεγόταν πως άρπαζαν όμορφους νέους – ειδικά τους πολύ καλούς μουσικούς – καθώς τα πλάσματα αυτά αγαπούν πολύ το χορό και τη μουσική. Ένα παραμύθι που μας σώζεται από την Κρήτη, μας λέει πως ένας νέος είχε μαραζώσει, επειδή επιθυμούσε όσο τίποτα να μάθει να παίζει τέλεια τη λύρα. Η παραμάνα του τότε, θέλοντας να τον γλιτώσει από τον καημό, τον συμβούλεψε να πάει σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος, να χαράξει έναν κύκλο και να παίξει μέσα του τον πιο άσκημο σκοπό. Τότε οι νεράιδες του τόπου θα τον έκαναν άξιο οργανοπαίκτη. Προϋπόθεση να μη βγει από τον κύκλο και να μην πάρει τίποτα απ’ αυτές, ειδεμή θα χανόταν και ο ίδιος.

Το συγκεκριμένο παραμύθι της Κρήτης έχει αίσιο τέλος, μια και ο ήρωας της ιστορίας έμαθε τελικά από τις νεράιδες να παίζει καταπληκτικά την λύρα. Άλλοι θρύλοι είναι πιο απόκοσμοι: Ξανά στην Κρήτη, για το σπηλαιοβάραθρο του Τζανή, λέγεται ότι μέσα χάθηκε ένα παλικάρι, που έπαιζε εξαιρετική λύρα. Ο θρύλος λέει ότι τον απήγαγαν τα στοιχειά του σπηλαίου, προκειμένου να συνοδεύει τους χορούς τους με την καταπληκτική λύρα του. Οι παλιοί λέγανε ότι μπορούσαν ν’ ακούσουν τη δεξιοτεχνία του άτυχου λυράρη, όπως και τον χορό των νεράιδων. Πολλοί μάλιστα συναθροίζονταν έξω από τη σπηλιά (!), προκειμένου να μάθουν από την τέχνη του Τζανή, έχοντας πάντα όμως χαραγμένο στη μέση του κύκλου έναν σταυρό, για να μην χαθούν κι αυτοί απ’ τον κόσμο. Άλλες ιστορίες μιλάνε για ανθρώπους που έχασαν τη μιλιά τους, τα λογικά τους και γενικά γίνονταν αυτό που περιγράφει η παράδοση «νεραϊδοπαρμένοι».

Ο παλιός Έλληνας – στα χρόνια που ακόμα οι άνθρωποι πίστευαν σ’ αυτές – τους απέδιδε διάφορες ονομασίες: τις αποκαλούσε Κυράδες των Πηγών, Ανεράιδες, Ξωτικές, Ξωθιές, Αγερικά, Καλομοίρες… Τις φαντάζονταν με μακριά, ξανθά μαλλιά, να πλένονται στα ποτάμια και να γελάνε. Γενικά, και στην ελληνική παράδοση αλλά και σε ξένες λαογραφίες, η νεράιδα είχε αρχικά μεγαλύτερες διαστάσεις, σχεδόν στο ανθρώπινο μέγεθος. Δεν ήταν το μικροσκοπικό, συμπαθητικό ξωτικό με τα διάφανα φτερά που όλοι γνωρίζουν: οι μικρές διαστάσεις της νεράιδας εμφανίστηκαν ύστερα από συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα – ειδικά μετά τον Σαίξπηρ, άρχισε η νεράιδα να «μικραίνει» σωματικά μέσα στη φαντασία, ώσπου έγινε το τοσοδούλικο πλασματάκι των παιδικών παραμυθιών. Προτού όμως η λογοτεχνία επηρεάσει την λαογραφία, η νεράιδα έμοιαζε με αιθέρια γυναίκα, ντυμένη πάντα στα λευκά. Εάν ένας άντρας καταφέρει και της αρπάξει το πέπλο, τότε αυτή εγκλωβίζεται στον κόσμο των ανθρώπων και είναι υποχρεωμένη να τον παντρευτεί. Εάν πάλι καταφέρει και ξαναβρεί το μαντήλι της, επιστρέφει εκεί που άνηκε παλιά. Στη Σκόπελο υπάρχει μια σχετική ιστορία με θέμα την αρπαγή του μαντηλιού. Το ίδιο μοτίβο μπορεί να το συναντήσει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως δε στις παραδόσεις της Σκιάθου και των Καλαβρύτων: Ένας ωραίος νέος βρίσκεται άξαφνα στο μέσο μιας χοροεσπερίδας από γυναίκες που δεν ανήκουν στον κόσμο του. Αρπάζει από μια το μαντήλι, αναγκάζοντας την να υποκύψει στην αγάπη του και να τον παντρευτεί. Αποκτούν και παιδιά, αλλά εν τέλει το παράξενο ον ξαναβρίσκει το απόκτημα του και χάνεται για πάντα.

Πειράζουν τους ανθρώπους και γενικά μπορούσαν να τις αντιληφθούν πολλοί, είτε από παράξενους ήχους (χορευτικές μουσικές ή ακόμα και το κάλεσμα του υποψήφιου θύματος με το όνομα του) είτε από την παράξενη ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Αυτοί όμως που μπορούσαν να τις δουν καθαρά, ονομάζονταν αλαφροΐσκιωτοι. Ως αλαφροΐσκιωτος γενικά αποκαλούταν αυτός, που μπορούσε να δει όχι μόνο τις νεράιδες, αλλά και γενικότερα την «άλλη πλευρά» και ο, τι απόκοσμο είχε να κάνει μ’ αυτή (φασματικές παρουσίες νεκρών, δαίμονες, κλπ). Τα ξωτικά τα έβλεπαν οι έχοντες καθαρή την καρδιά (σαν τα παιδιά) , οι ευαίσθητες σοφές γυναίκες, ακόμα και οι τρελοί (οι οποίοι εν τέλει συνδέθηκαν ισχυρότερα απ’ τον καθένα με τον όρο αλαφροΐσκιωτος). Το χάρισμα του να είναι κανείς αλαφροΐσκιωτος συνδέθηκε επίσης και με προφητικές ικανότητες.

Η παράξενη αυτή ιδιότητα πάντως, δεν ήταν πάντα συνδεδεμένη με χαρίσματα όπως καλή καρδιά ή σοφία. Πολλές φορές οι αλαφροΐσκιωτοι θεωρούνταν περιθωριοποιημένοι ή απλώς βασανισμένοι. Ένας ιερέας μας λέει: «οι αλαφροΐσκιωτοι είναι εκείνοι που κάνουν άσκημο ύπνο και βλέπουν αλλόκοσμα πράγματα. Πιστεύω ότι είναι μια πιο ήπια μορφή των επιληπτικών. Μπορεί ο αλαφροΐσκιωτος να μην πέφτει σε ατόφια έκσταση, αλλά βλέπει οράματα. Από την άλλη, πολλοί πιστεύουν ότι οι αλαφροΐσκιωτοι είναι απλά καθυστερημένοι ή αφελείς».

Ο συγκεκριμένος ιερέας πίστευε ότι η κατάρα αυτή (το να βλέπεις δηλαδή τα ξωτικά και άλλες οντότητες που δεν μπορούν να συλληφθούν από το συνηθισμένο ανθρώπινο μάτι) οφειλόταν στο ότι ο αλαφροΐσκιωτος στο παρελθόν δεν είχε βαφτιστεί σωστά. Γενικά, το μυστήριο της βάφτισης ήταν συνδεδεμένο με τις νεράιδες. Μια θεωρία για το πώς δημιουργήθηκαν είναι ότι είναι απλά οι ψυχές των παιδιών που πέθαναν αβάφτιστα. Στο βιβλίο “Legends of Witches, Fairies and Leprechauns” (1880), αναφέρεται ότι τα ξωτικά εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο λόγω της αλαζονείας τους – όπως ακριβώς και ο άνθρωπος. Άλλα κατέληξαν στη θάλασσα, άλλα στα δάση… Δεν έχει διασαφηνιστεί εάν είναι καλές ή κακές, πάντως είναι κάτι το μακρινό για τον ανθρώπινο κόσμο. Και υπάρχουν βέβαια και τα σατανικά πλάσματα του είδους τους, που επιθυμούν πάντα να κάνουν το κακό.

Σήμερα η πίστη στις νεράιδες είναι πια σχεδόν ανύπαρκτη. Ο ρόλος της περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα παιδικά παραμύθια και οι παραδόσεις τείνουν να ξεχαστούν. Η επιστήμη έριξε φως στα σκοτάδια του νου, ενώ η ιατρική απέδειξε ότι η αφέλεια είναι πιο επικίνδυνη από τις νεράιδες, που τάχα ευθύνονταν για τις αρρώστιες. Ωστόσο, όπως λέει και ο μεγάλος γερμανός λογοτέχνης Herman Hesse στο έργο του Steppenwolf: «Υπάρχει ένας Μαγικός Κόσμος μέσα στον κόσμο, κι ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο…».

 

Βιβλιογραφία:

1)            Ξωτικά και νεράιδες, εκδόσεις Άγνωστο

2)            Ναούμ Θεοδοσιάδης: Ξωτικά. Εκδόσεις Αρχέτυπο

3)            Απαγορευμένη Ιστορία: τα μυστικά της ελληνικής υπαίθρου, τεύχος 13

4)            Μαγικά πλάσματα, εκδόσεις Αρχέτυπο

5)            Ελένη Παπαδοπούλου: Ιστορίες και παραμύθια απ’ όλη την Ελλάδα, εκδόσεις Μίνωας

6)            Περιοδικό mystery, τεύχος 92 : Μυστικά πλάσματα

7)            Περιοδικό mystery, τεύχος 89 : Η σπηλιά του νεραϊδοπαρμένου λυράρη