Όταν στοιχεία για ύπαρξη ζωής στο διάστημα ανατρέπουν όλες τις «αλάνθαστες» θεωρίες

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 13ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth

Είναι ο άνθρωπος μόνος του στο σύμπαν; Η εξέλιξη του κόσμου και οι μηχανισμοί της ζωής, πείθουν όλο και περισσότερο αστρονόμους και βιολόγους, για το αντίθετο. Η επιστήμη τις τελευταίες δεκαετίες, προσπαθεί να συλλάβει μηνύματα των «συγκατοίκων» μας και να επικοινωνήσει μαζί τους.

 

Κάτι που δεν είναι επιστημονική φαντασία. «Η ζωή γεννήθηκε τυχαία», ισχυριζόταν πριν από μερικές δεκαετίες ο βιολόγος  Ζαν Μονό. Και συμπλήρωνε: «Ο άνθρωπος είναι αναμφισβήτητα μόνος στο διάστημα». Ο Πασκάλ, μερικούς αιώνες νωρίτερα, ένοιωθε δέος εμπρός «στην αιώνια σιωπή του αχανούς σύμπαντος». Όμως τα πράγματα έχουν πλέον αλλάξει. Σε όλα τα συνέδρια βιοαστρονομίας δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας σύνεδρος που να αμφισβητεί την ύπαρξη ζωής πολλές εκατοντάδες έτη φωτός μακριά από εμάς, σε κάποιον άλλον πλανήτη που περιστρέφεται γύρω από έναν ήλιο σαν τον δικό μας. Ο επιστημονικός κόσμος δεν αμφιβάλλει πλέον ότι η ζωή είναι φυσική συνέπεια της εξελίξεως του Σύμπαντος. Η θεωρία του «Big Bang», της κολοσσιαίας εκρήξεως, που ήταν η αιτία της δημιουργίας του κόσμου πριν από 15 δισεκατομμύρια χρόνια, το επιβεβαιώνει. Τότε σχηματίστηκαν τα πρώτα σωματίδια ύλης που συναθροίστηκαν σε άτομα, άστρα, πλανήτες και στη συνέχεια σε μόρια και κύτταρα, τα οποία οδήγησαν στο σχηματισμό των πρώτων έμβιων όντων. Η απόδειξη για τον καθολικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας πηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρακας, το οξυγόνο, το υδρογόνο και το άζωτο βρίσκονται σε κάθε σημείο του διαστήματος. Τα απλά αυτά στοιχεία συνέρχονται κάτω από την επίδραση υπεριωδών ακτίνων και γεννούν σύνθετα οργανικά μόρια, τα απαραίτητα στοιχεία της ζωής που απαντούν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των πλανητών, στον πυρήνα των κομητών, στην καρδιά των μετεωριτών και στην ατμόσφαιρα των ίδιων των ουράνιων σωμάτων. 

Ένα παράδειγμα είναι ο μετεωρίτης του Μέρτσισον που έπεσε στην Αυστραλία. Ο εν λόγω αστεροειδής «έστειλε» ένα τμήμα του στη Γη στις 28 Σεπτεμβρίου του 1969, έναν μετεωρίτη ο οποίος προσγειώθηκε στη Βικτόρια της Αυστραλίας, και αποτελεί «δείγμα» του πώς ήταν το ηλιακό μας σύστημα κατά τον σχηματισμό του Ήλιου πριν από 4,6 δισ. χρόνια. Ο μετεωρίτης του Μέρτσισον εξελίχθηκε αμέσως σε ένα από τα δημοφιλέστερα αντικείμενα μελέτης επειδή τα περισσότερα κομμάτια του, συνολικά περίπου 100 κιλά υλικού, συνελέγησαν πολύ γρήγορα με αποτέλεσμα να μην «μολυνθούν» ιδιαίτερα από γήινα συστατικά. Αν και στο παρελθόν κάποιες αναλύσεις του είχαν αμφισβητηθεί, πρόσφατες μετρήσεις με πιο εξελιγμένα όργανα έδειξαν ότι περιέχει πληθώρα «πολύτιμων» για τις επιστημονικές έρευνες υλικών, με πρώτα τα αμινοξέα και κάποια άλλα «συστατικά» που βρίσκονται στο γενετικό μας υλικό. Περιείχε 55 αμινοξέα από τα οποία τα 8 ανήκουν στη σύνθεση των ανθρώπινων πρωτεϊνών. Οι αρχές της ζωής λοιπόν, βρίσκονται ελεύθερες στο διάστημα ψάχνοντας για τον κατάλληλο «τόπο» που θα τους επιτρέψει να ενεργοποιηθούν. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο απλά. Μπορεί να υπάρχουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια άστρα στον γαλαξία μας, δεν έχουμε όμως ακόμα εντοπίσει κανένα πλανητικό σύστημα σαν το δικό μας. Ωστόσο γνωρίζουμε σήμερα πως ο σχηματισμός ενός πλανητικού συστήματος δεν είναι κανένα εξαιρετικό φαινόμενο. Κατάλοιπα αερίων συμπυκνώνονται σε κόκκους σκόνης και με τη βοήθεια της βαρύτητας εξελίσσονται σε σκοτεινούς «συντρόφους» των άγνωστων ήλιων. Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια, ένας πλατύς δίσκος από σκόνη εντοπίστηκε γύρω από το άστρο Βήτα Πέκτορις. 

Ο Βήτα Πέκτορις είναι ένα πλανητικό σύστημα σε εξέλιξη, 63,4 έτη φωτός μακριά, ηλικίας μόλις 20 έως 26 εκατομμυρίων ετών. Παραμένει βέβαια το γεγονός πως κανείς δεν μπόρεσε ακόμα να απομονώσει τέτοιους πλανήτες με το τηλεσκόπιο του. Και ο λόγος είναι ότι η λάμψη του ήλιου τους, τους κρύβει: ένα αστραποβόλο φως τους κρατάει στην αφάνεια. Έτσι ο μόνος τρόπος να τους εντοπίσουμε είναι να υπολογίσουμε τις ταλαντώσεις της τροχιάς του ήλιου, δηλαδή τις αλλαγές στη φαινομενική ταχύτητα του άστρου. Για να υπάρξει όμως ζωή πρέπει να υπάρξει και μια απαραίτητη συνθήκη. Η ζωή είναι εύθραυστη, ευαίσθητη. Για να μπορέσει να γεννηθεί χρειάζεται νερό και μια αρχική φιλική ατμόσφαιρά. Δηλαδή, η κατάλληλη θερμοκρασία και το κατάλληλο κλίμα. Η θερμοκρασία πρέπει να κυμαίνεται ανάμεσα στους 0ο και στους 100ο Κελσίου. Έτσι αν η Γη βρισκόταν ελάχιστα πιο κοντά στον Ήλιο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζωή, γιατί η θερμοκρασία θα ήταν υπερβολική υψηλή. Αντίστοιχα, αν βρισκόταν λίγο πιο μακριά θα ήταν ένα παγωμένο άστρο, όπως οι δορυφόροι του Δία. Σύμφωνα πάντως με τα πρότυπα της NASA, ο Άρης και η Αφροδίτη βρίσκονται στην προνομιούχο ζώνη, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί ζωή. Ωστόσο, ο πρώτος πάγωσε πολύ γρήγορα, ενώ η δεύτερη έπεσε θύμα του «φαινομένου του θερμοκηπίου». Για να μπορέσουν να κατανοήσουν τους μηχανισμούς που οδηγούν στην εμφάνιση της ζωής, οι «εξωβιολόγοι», οι επιστήμονες δηλαδή που μελετούν τα μόρια που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη ζωής,  συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε κόσμους που μοιάζουν πολύ με την Γη, αλλά είναι σήμερα έρημοι. Τέτοια είναι η περίπτωση του Άρη και του Τιτάνα που προσελκύουν την προσοχή τους. 

Όταν ο πλανήτης μας ανέπτυσσε τα πρώτα του ίχνη ζωής, πριν 3,5 εκατομμύρια χρόνια, ο Άρης έβριθε από ζωή – ίσως μάλιστα και να σώζονται ακόμα στο έδαφος του ορυκτά κατάλοιπα πρώιμων οργανισμών. Την απάντηση θα την έχουμε πολύ σύντομα. Στον Τιτάνα από την άλλη, τον γιγαντιαίο δορυφόρο του Κρόνου, θα μπορούσε να υπάρχει κάποια πρωτογενής μορφή ζωής, αφού η ατμόσφαιρα του περιέχει μεθάνιο, όπως κατά πάσα πιθανότητα και η ατμόσφαιρα της Γης των πρώτων χρόνων. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κομήτες και οι μετεωρίτες. Πιστεύεται πως στην πορεία τους μπορεί να γονιμοποίησαν με χημικά συστατικά άλλους πλανήτες. Ποια μορφή όμως να έχουν άραγε τα όντα αυτά με τα οποία συγκατοικούμε στο σύμπαν; Λίγο διαφορετική να ήταν η Γη, αν για παράδειγμα είχε πιο ασθενική βαρύτητα, ο άνθρωπος θα ζούσε με λαιμό καμηλοπάρδαλης και τα άκρα ενός καγκουρό. Στην αντίθετη περίπτωση, αν η βαρύτητα ήταν πιο ισχυρή, οι άνθρωποι  θα έμοιαζαν με ερπετά και θα είχαν παχύ λαιμό. Ωστόσο, ορισμένοι πιστεύουν ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στους κατοίκους του σύμπαντος. Αφού οι νόμοι της Φυσικής ισχύουν για όλο το σύμπαν, είναι λογικό να συμβαίνει το ίδιο και με την εξέλιξη της ζώσης και σκεπτόμενης ύλης. Αν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής μεταξύ των κοινωνιών που βρίσκονται στο διάστημα, τότε θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος τρόπος για να έρθουμε σε επαφή μαζί τους. Σε ποιο όμως μέρος, και πως να τις αναζητήσουμε; Έχει νόημα να στέλνουμε δορυφόρους σε αναζήτηση τους, όταν το ταξίδι τους διαρκεί εκατοντάδες χρόνια και στοιχίζει μυθικά ποσά; Έχει νόημα να στέλνουμε «μηνύματα» στο σύμπαν ελπίζοντας πως μία μέρα τα διαστημικά μας αδέρφια θα το λάβουν; 

Στις 2 Μαρτίου 1972, ο δορυφόρος «Pioneer 10» – δηλ. Πρωτοπόρος, ανέλαβε να μεταφέρει στο διάστημα ένα είδος «επισκεπτηρίου» της Γης. Μερικά χρόνια αργότερα, τα διαστημόπλοια Βόγιατζερ 1 και 2, μετέφεραν ένα δίσκο με εικόνες από τη ζωή στη Γη και ένα μαγνητόφωνο με ήχους του πλανήτη μας. Το φορτίο αυτό θα χρειαστεί 40.000 χρόνια για να ξεφύγει από το ηλιακό σύστημα και να φθάσει στο πλησιέστερο αστέρι – ήλιο, που ίσως κρύβει πλανήτες. Τέλος, στις 16 Νοεμβρίου 1974, το πρώην ραδιοτηλεσκόπιο του Αρεσίμπο στο Πόρτο Ρίκο, το μεγαλύτερο στην εποχή του στον κόσμο, έστειλε ένα σήμα στο άγνωστο. Το σήμα αυτό περιλάμβανε τους αριθμούς από το 0 έως το 10, το ατομικό βάρος ορισμένων βασικών στοιχείων, τον τύπο των συστατικών του DNA, τον πληθυσμό της Γης, το μέσο ύψος του ανθρώπου και τις διαστάσεις του πλανητικού μας συστήματος. Το μήνυμα αυτό κινείται από τότε στο διάστημα σαν μποτίλια στο πέλαγος. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος μηνύματος που εκπέμπουμε άθελα μας. Εδώ και δεκαετίες ο πλανήτης μας περιβάλλεται από μία μοναδική ραδιοηλεκτρική ενέργεια, που την απαρτίζουν τα κύματα που εκπέμπουν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, καθώς και τα σήματα των ραντάρ. Εάν μία ανεπτυγμένη κοινωνία έχει στρέψει τα όργανα της προς εμάς, θα πρέπει να μας έχει ακούσει και ίσως προσπαθεί ήδη να μας κάνει κάποιο σινιάλο. Ωστόσο, κανείς από τους βιοαστρονόμους δεν πιστεύει στην ύπαρξη των ΑΤΙΑ. Αρνούνται να δεχθούν πως όντα που θα έμπαιναν στον κόπο να ταξιδέψουν εκατοντάδες χρόνια με την ταχύτητα του φωτός για να μας πλησιάσουν, θα αρκούνταν σε στιγμιαίες επισκέψεις. Το πιθανότερο είναι ότι οι εξωγήινοι μας στέλνουν τα δικά τους μηνύματα, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα πως να τα λάβουμε. Τα μηνύματα μας θα κάνουν αιώνες για να φτάσουν στον προορισμό τους. Ο διάλογος ίσως αποδειχτεί αδύνατος. Ακόμα όμως κι αν δεν κατορθώσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε το μήνυμα που ίσως λάβουμε, είναι βέβαιο πως ένα τέτοιο συμβάν θα μας αναστατώσει. Όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ο Εμμανουέλ Νταβού: «Το σύμπαν, όπως το φανταζόμαστε σήμερα, γεμάτο με διαβολικές μηχανές, μας προκαλεί τεράστια αγωνία. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως η εικόνα αυτή θα ήταν πιο ήπια αν ξέραμε πως κάπου στο γαλαξία μας βρίσκεται ένας ακόμα πλανήτης σπαρμένος με λουλούδια».