Hellfire Farm – Το Ουαλικό Amityville

Της Αγγελικής Παπανικήτα

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 12ο τεύχος του περιοδικού Unlocking the Truth 

Τα όνειρα του Bill και της Liz Rich έμοιαζαν τελικά να πραγματοποιούνται το 1989. Το ζευγάρι που αναζητούσε ένα όμορφο αλλά και οικονομικό σπίτι στη Ουαλική επαρχία για να εγκατασταθεί και να προσφέρει ένα ευχάριστο μέρος για την ανατροφή των παιδιών τους, τελικά τα κατάφερε.

 Ένας αγρότης προθυμοποιήθηκε να τους νοικιάσει ένα παλιό αχυρώνα που είχε ανακαινιστεί σε ένα υπέροχο άνετο σπίτι, το οποίο ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της οικογένειας -μια τεράστια καταπράσινη αυλή για να παίζει ο γιος του Bill από προηγούμενο γάμο, Laurence, ένα στούντιο για να μεταφέρει στον καμβά τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες ο καταξιωμένος στο χώρο της ζωγραφικής Bill, και μεγάλοι άνετοι χώροι για τη Liz και το νέο παιδί που κουβαλούσε. Αυτό ωστόσο που έκανε την ευκαιρία αυτή μοναδική ήταν το γεγονός πως το ενοίκιο, παρά την έκταση και τις παροχές του σπιτιού, κυμαινόταν σε φυσιολογικές τιμές, κάτι που τότε οι Rich θεώρησαν απίστευτη τύχη. Δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο για να υπογράψουν τα συμβόλαια και να μετακομίσουν στην ειδυλλιακή φάρμα Heol Fanog, στους πρόποδες του καταπράσινου Εθνικού Πάρκου Brecon Beacons. Ήταν πια πεπεισμένοι πως εκεί, στα ζωηρόχρωμα λιβάδια, ανάμεσα στους ανεμοδαρμένους λόφους και τα χωράφια με τις γεροδεμένες μηλιές, θα ζούσαν ευτυχισμένοι, και πράγματι, έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που φάνηκε το πρώτο προειδοποιητικό σήμα.

Την οικογενειακή τους ηρεμία στην απόμακρη φάρμα ήρθε να κλονίσει κάτι τόσο κοινό όσο ένας λογαριασμός ρεύματος, μόνο που στο κάτω μέρος αυτού αναγραφόταν το εξωφρενικό ποσό των εφτακοσίων πενήντα λιρών, αντίστοιχο ποσό με αυτό που θα πλήρωνε μια κλινική. Ο Bill και η Liz, φανερά σοκαρισμένοι, άρχισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλο ερωτηματικά, προσπαθώντας να κατανοήσουν πως μπορούσαν να έχουν καταναλώσει τόσο πολύ ηλεκτρικό ρεύμα. Κανείς τους δεν είχε διοργανώσει κάποιο πάρτι-υπερπαραγωγή, ούτε φωταγωγούσαν το σπίτι τους σαν εμπορικό κατάστημα σε καιρό εορτών. Αντίθετα μάλιστα, προσπαθούσαν να κάνουν οικονομία στην κατανάλωση, όπως έκαναν και γενικότερα στη ζωή τους.

Όσο πιο πολύ το σκέφτονταν, τόσο κατέληγαν στο συμπέρασμα πως ακόμα και να είχαν κάθε μια οικιακή συσκευή τους να δουλεύει υπερωρίες ο λογαριασμός δεν θα ήταν τόσο υψηλός. Ο Bill προσπάθησε να δει μήπως υπήρχε κάποιου είδους βλάβη αλλά έμεινε να ξύνει το κεφάλι του προβληματισμένος, καθώς όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους. Επικοινώνησε με τον πάροχο του ελπίζοντας πως το πρόβλημα θα λυνόταν -είχαν απλά προσθέσει κατά λάθος ένα μηδενικό στο τέλος- αλλά εκείνος ήταν κατηγορηματικός. Δεν είχε γίνει κανένα λάθος, κανείς δεν έκλεβε ρεύμα από τους Rich, δεν υπήρχε καμία βλάβη στη σύνδεση, και εκείνοι θα έπρεπε να εξοφλήσουν άμεσα το λογαριασμό τους αν δεν ήθελαν να μαγειρεύουν στη φωτιά και περνούν τις νύχτες τους υπό το φως των κεριών. Ο Bill, που οι πωλήσεις των πινάκων του είχαν αρχίσει να μειώνονται δραματικά χωρίς κανένα προφανή λόγο, είχε πια έναν καλό λόγο για να χάσει τον ύπνο του τα βράδια. Σύντομα όμως, άρχισαν να συμβαίνουν πολλά περισσότερα περίεργα πράγματα στη φάρμα, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως το Amityville της Ουαλίας, που έκαναν τους Rich να μην κλείσουν τα μάτια τους για καιρό.

Το καλοκαίρι του ’89 ξεκίνησε μια σειρά ανεξήγητων γεγονότων τα οποία ήρθαν να συγκλονίσουν την παγκόσμια κοινότητα του παραφυσικού. Το πρώτο πραγματικά αλλόκοτο συμβάν μετά τους υπέρογκους λογαριασμούς που καλούνταν να πληρώσουν, ήταν τα βήματα. Η οικογένεια Rich ήταν μαζεμένη σε ένα σημείο στον κάτω όροφο του σπιτιού αλλά με τις καρδιές τους να καλπάζουν στη στήθος άκουγαν περιοδικά τριξίματα από τον πάνω όροφο, ακριβώς τον ήχο που θα έκανε οποιοσδήποτε άνθρωπος περπατούσε σε σανίδια. Μόνο που ό,τι ήταν αυτό δεν ήταν άνθρωπος καθώς οι Rich ήταν μόνοι στο σπίτι, να κοιτούν προς τα πάνω λουσμένοι στον ιδρώτα. Όταν ωστόσο τα βήματα δεν ακούγονταν, οι Rich δεν κατάφερναν να βρουν την ηρεμία τους καθώς ακόμα περισσότερα ακατανόητα συμβάντα τους πολιορκούσαν σθεναρά, παίζοντας με τη ψυχική τους διαύγεια κάθε λεπτό που περνούσε. Η Liz μίλησε για δεσμίδες λευκού και μπλε φωτός που τρυπούσαν το σκοτάδι και κατέληγαν ακριβώς πάνω στο σπίτι τους, σαν κάποιο σατανικό πλάσμα να έπαιζε μαζί τους. Με κανένα σπίτι να βρίσκεται σε μικρή εμβέλεια, ήταν πια δύσκολο να αρνηθούν ότι κάτι πέραν της λογικής συνέβαινε στον αχυρώνα Heol Fanog. Εκτός όμως από τα βήματα και τα περίεργα φώτα, υπήρχε μια διάχυτη μυρουδιά θειαφιού στην περιοχή, ενώ πολλές φορές, απουσία κάποιου ρεύματος αέρα πόρτες έκλειναν μόνες τους.

Εκείνη την περίοδο ήταν περίπου όταν τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο αλλόκοτα. Τα ζώα που διατηρούσε η οικογένεια στη φάρμα της άρχισαν να πεθαίνουν αιφνίδια αν και φαίνονταν να χαίρουν άκρας υγείας, ή να γεννούν παραμορφωμένα ή νεκρά μικρά. Όσα δεν τα έβρισκαν πεσμένα στο πλάι, με μάτια γυάλινα, να κρύβουν ένα μυστικό που κανείς δεν ήθελε πραγματικά να μάθει, τα παρατηρούσαν μουδιασμένοι να φέρονται αλλόκοτα, και να μετατρέπονται από χαριτωμένα οικόσιτα ζώα σε επιθετικά πλάσματα που δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Ένα γουρούνι της οικογένειας άρχισε να τρέχει λυσσασμένα, σχεδόν παρανοϊκά σε κύκλους στη μέση του σπιτιού, αδυνατώντας να σταματήσει έως ότου αναγκάστηκαν να του κάνουν ευθανασία. Παρόμοια συμπεριφορά εμφανίστηκε και στις κατσίκες τους.

Όμως, και η συμπεριφορά των Rich άρχισε να αλλάζει και όχι μόνο γιατί ήταν ψυχικά επηρεασμένοι από τους υπέρογκους λογαριασμούς που συνέχιζαν να έρχονται, ή από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των κάποτε αγαπημένων ζώων τους.  Ο νεαρός Laurence, ένα ήρεμο παιδί που ποτέ δεν είχε ανησυχήσει τους Rich με οποιονδήποτε τρόπο, ξαφνικά άρχισε να κλείνετε στο δωμάτιο του και να βάφει τους τοίχους κόκκινους. Όπως και τα ζώα τους, γινόταν απότομος και επιθετικός, φτάνοντας στο σημείο να χτυπήσει τον πατέρα του κάποια στιγμή, άνθρωπο για τον οποίο έτρεφε μεγάλη αγάπη. Έφτυνε τη θετή του μητέρα και δεν τσιγκουνευόταν καθόλου χυδαίες λέξεις και εκφράσεις. Σε αυτό το σημείο ήταν που η Liz ήταν πια βέβαιη ότι κάποια άυλη χθόνια οντότητα ελλόχευε στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, καθώς ο Laurence δεν θα μπορούσε να αλλάξει ποτέ τόσο δραματικά. Τελικά αναγκάστηκαν να τον στείλουν εσώκλειστο σε ένα σχολείο μέχρι την ενηλικίωσή του. Στο διάστημα της παραμονής του εκεί, η προηγούμενη βίαιη, σχεδόν παρανοϊκή συμπεριφορά του εξαφανίστηκε όσο απότομα είχε εμφανιστεί, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο του Laurence.

Ο Bill όμως που έμεινε πίσω στη φάρμα του τρόμου όδευε και εκείνος προς το χειρότερο. Δύσκολα πλέον έβρισκε κάποιον να θέλει να αγοράσει τους πίνακές του αλλά τα έξοδα του σπιτιού συνέχιζαν να τρέχουν. Είναι αδύνατο να πει κανείς αν έφταιγε μόνο η απελπισία του από την τωρινή του οικονομική κατάσταση ή κάτι ακόμα, κάτι περισσότερο διαβολικό, αλλά οι πίνακές του γίνονταν όλο και πιο σκοτεινοί, ζοφεροί, τίποτα που θα ήθελε να στολίσει κάποιος στον τοίχο του. Κλεινόταν για ώρες στο μικρό του στούντιο, μερικές φορές μέρες, διαβάζοντας μανιωδώς για μαύρη μαγεία, δαιμονισμούς και παραφυσικά γεγονότα και όλα διοχετεύονταν στους διεστραμμένους πίνακές του που έβριθαν σατανικών συμβόλων, πτωμάτων και μακάβριων σκηνών που δεν είχαν καμία σχέση με τους πίνακες που τον είχαν κάνει διάσημο και τον βοηθούσαν να πληρώνει το νοίκι. Η αισιοδοξία που είχε όταν μετακόμισε με τη Liz στον αχυρώνα είχε χαθεί, αφήνοντας χώρο σε σκοτεινές σκέψεις να τον ζώσουν, σκέψεις που ενίοτε άγγιζαν τα όρια της αυτοκτονίας. Δεν ήταν ο άντρας που κάποτε είχε ερωτευτεί η Liz αλλά κάποιος άλλος, κάποιος ξένος.

Η Liz από την άλλη, πλέον όχι μόνο άκουγε πράγματα αλλά άρχισε και να βλέπει. Μπαίνοντας στην κουζίνα κάποια στιγμή διασταυρώθηκε με μια «γυναίκα» που άγγιζε τα δύο μέτρα, με μύτη γαμψή, θυμίζοντας μάλλον την κακιά μάγισσα των παραμυθιών, να στέκεται εκεί, και να την κοιτάζει, πριν αρχίσει να λιώνει και χαθεί. Είχε την ατυχία να συναντηθεί μαζί της άλλες πέντε φορές στο διάστημα παραμονής της στη φάρμα, με μια από αυτές, η γριά να στέκεται στο δωμάτιο του παιδιού της. Την ίδια οντότητα όμως φαίνεται να έβλεπαν και τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει το ζευγάρι όσο ζούσαν στη φάρμα, η Rebecca και ο Ben, τα οποία όμως, αποστασιοποιημένα από το γυμνό αχαλίνωτο τρόμο που βίωναν οι γονείς τους, είχαν απλά καταλήξει να πιστεύουν ότι ήταν κάποια περίεργη, ομολογουμένως άσχημη, κυρία που έκανε παρέα με τη μητέρα τους. Πολλές άλλες φιγούρες, εξίσου ανατριχιαστικές με τη γυναίκα με τη γαμψή μύτη, τριγυρνούσαν στο σπίτι τους, κάνοντας πια τη Liz να πειστεί ότι το μέρος ήταν στο έλος σατανικών οντοτήτων οι οποίες αντλούσαν ενέργεια από το σπίτι τους, εξού και  η τεράστια κατανάλωση ρεύματος, η οποία είχε πια διαπιστωθεί ότι δεν οφειλόταν σε οικιακές συσκευές καθώς ένας τεχνικός είχε βρει μεγάλη κατανάλωση όταν κάθε μία συσκευή ήταν απενεργοποιημένη.

Οι φήμες για τα αλλόκοτα γεγονότα είχαν απλωθεί στην περιοχή και οι κάτοικοι βρήκαν ένα τρόπο να διαφύγουν από την ανιαρή πραγματικότητα βομβαρδίζοντας τους ήδη τρομοκρατημένους Rich με διεστραμμένες φήμες για το παρελθόν του μέρους που τώρα βρισκόταν το σπίτι τους. Λεγόταν ότι αιώνες πριν χτιστεί ο αχυρώνας, στο σημείο εκείνο πραγματοποιούνταν συνάξεις μαγισσών και αιματηρές τελετουργίες υπό το φως του φεγγαριού. Κάποιοι μίλησαν για ένα νεκροταφείο και άλλοι για ένα φόνο. Η Liz από την άλλη, απέδιδε όλη αυτή την παράνοια που εκτυλισσόταν σε μια Αιγυπτιακή κατάρα.

Χρόνια πριν, εκείνη και ο Bill είχαν ταξιδέψει στην Αίγυπτο και φυσικά, δεν μπόρεσαν να παραλείψουν μια επίσκεψη στην εμβληματική πυραμίδα του Χέοπα. Περπατώντας γεμάτοι δέος στους στενούς σκοτεινούς διαδρόμους, έφτασαν σε ένα μέρος που δεν προοριζόταν ποτέ για τα μάτια των ζωντανών, ένα μέρος με το οποίο τόσες κατάρες ήταν δεμένες, το νεκρικό θάλαμο του φαραώ. Τότε ήταν που η Liz άρχισε να βλέπει δεσμίδες φωτός, ολόιδιες με εκείνες που θα παρατηρούσε χρόνια μετά στη φάρμα τους. Το ίδιο βράδυ, όταν κουρασμένη ξάπλωσε σε ένα ξενοδοχείο πλάι στον Bill, στα όνειρά της την επισκέφτηκε μια γριά γυναίκα που επίσης θύμιζε τρομακτικά πολύ εκείνη που είχε δει στην κουζίνα. Είχε πια πειστεί ότι αυτό που βίωνε η οικογένειά της ήταν μια τιμωρία για τη διατάραξη της αιώνιας ανάπαυσης του φαραώ.

Τελικά, η έντρομη Liz κατέληξε να ζητήσει τη βοήθεια ιερέων της περιοχής, ελπίζοντας πως ένας εξορκισμός θα κατάφερνε να δώσει ένα τέλος στον τρόμο τον οποίο βίωναν πλέον σε καθημερινή βάση, καθώς ο σύζυγός της γινόταν όλο και πιο απόμακρος και αλλόκοτος, χαμένος σε μια δική του ζοφερή πραγματικότητα στο εργαστήριο που είχε πια καταστεί τόπος μόνιμης κατοικίας του. Ο Βαπτιστής David Holmwood, ήταν ο πρώτος που αποκρίθηκε στο κάλεσμά της και πρότεινε ρητά την καύση όλων των διεστραμμένων πινάκων και βιβλίων του Bill, πιστεύοντας ότι η ρίζα του κακού κρυβόταν εκεί, κάτι που και έγινε.

Το γεγονός αυτό όμως πυροδότησε την εμμονή του Bill, ο οποίος συνέχισε την μανιώδη απεικόνιση διαβολικών φιγούρων στον καμβά. Ανίκανος πλέον να συμμεριστεί τους φόβους της γυναίκας του και να αναλάβει τα πατρικά του καθήκοντα, κλεισμένος στο εργαστήριό του και μουρμουρίζοντας ασυναρτησίες, η Liz αποφάσισε ότι είχε ανεχτεί αρκετά την κατάσταση. Ήξερε ότι πλέον δεν είχαν χρήματα για μετακόμιση μιας και ο Bill δεν πουλούσε τίποτα, αλλά ταυτόχρονα, ο άντρας της αρνούνταν να σταθεί στο πλευρό της, μάλλον επηρεασμένος από τις οντότητες εκείνες που έκαναν τη Liz να τρέμει κάθε φορά που το σκοτάδι έπεφτε στη φάρμα. Έτσι, σε μια στιγμή απόγνωσης, πήρε τα παιδιά της και πήγε να μείνει με τους γονείς της.

Ωστόσο, με τις τηλεφωνικές τους εταιρίες να τους έχουν κόψει τη σύνδεση μιας και δεν είχαν πια την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν, η Liz δεν είχε τρόπο επικοινωνίας με τον σύζυγό της. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφτεί, καθώς ακόμα έτρεφε έντονα αισθήματα για τον πατέρα των παιδιών της. Όταν έφτασε στο σπίτι που μοιράζονταν μέχρι πρόσφατα, το θέαμα του άντρα της ήταν κάτι παραπάνω από τρομακτικό. Το παρουσιαστικό του ήταν άθλιο, μετά βίας μπορούσε να σταθεί όρθιος και μιλούσε ασυνάρτητα. Αν καθυστερούσε την επίσκεψή της λίγες μέρες ακόμα ίσως και να τον έβρισκε νεκρό. 

Ο τελευταίος ιερέας που τόλμησε να πατήσει το πόδι του στο σπίτι ήταν ο Eddie Burks, ο οποίος φαίνεται ότι έκανε και την πιο αποτελεσματική δουλειά. Είπε στους Rich πως δεν υπήρχε κανένας Αιγύπτιος Θεός ή σατανική μάγισσα, αλλά ένα Κελτικό προ-Χριστιανικό πνεύμα το οποίο και κατάφερε εν τέλει να εξορκίσει, κάνοντας ξαφνικά το μέρος να φανεί πιο φωτεινό, ευχάριστο και ζεστό απ΄ό,τι ήταν ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, οι Rich δεν κατάφεραν ποτέ να ξαναπιάσουν τα όνειρά τους από το σημείο που τα είχαν αφήσει το καλοκαίρι ’89. Η αλλόκοτη αυτή ιστορία είχε ανυπολόγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο και στους δύο, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο διαζύγιο και τον Bill να πεθαίνει λίγα χρόνια αργότερα. Τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας έχοντας βρει πια τη γαλήνη, αντικρούουν τις κατηγορίες πολλών περί ιστοριών φαντασίας και μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν πως όλα όσα έχουν αφηγηθεί είναι πραγματικά, κάτι που καθιστά την υπόθεση αυτή μια από τις πιο weird περιπτώσεις δαιμονισμών.